Από την US Steel στην Intel: Ο Τραμπ χαράζει πορεία κρατικού καπιταλισμού στις ΗΠΑ

Η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα αποκτήσει το 10% της εταιρείας Intel, σε μια κίνηση που σηματοδοτεί την ενίσχυση του κρατικού ρόλου στη βιομηχανία ημιαγωγών και γενικότερα μια πιο παρεμβατική οικονομική πολιτική από την κυβέρνηση Τραμπ. Η συμφωνία προβλέπει επένδυση ύψους 8,9 δισ. δολαρίων, η οποία θα χρηματοδοτηθεί από ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις του Chips Act του 2022, που δεν είχαν ακόμα εκταμιευθεί.
Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να αποκτήσει μερίδιο 10% στην Intel συνιστά ακόμη ένα βήμα στον μετασχηματισμό της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής. Η Ουάσινγκτον φαίνεται να απομακρύνεται από την παραδοσιακή αρχή της «αόρατης χείρας» της αγοράς και να υιοθετεί έναν πιο παρεμβατικό, κρατικοκεντρικό ρόλο, που θυμίζει περισσότερο το ευρωπαϊκό μοντέλο κρατικού καπιταλισμού της δεκαετίας του ’60.
Το προηγούμενο της US Steel υπήρξε χαρακτηριστικό: η κυβέρνηση απέκτησε «χρυσή μετοχή» ώστε να μπορεί να ασκεί βέτο σε στρατηγικές αποφάσεις πριν εγκρίνει την εξαγορά της από την ιαπωνική Nippon Steel. Στην περίπτωση της Intel, το βήμα είναι ακόμη πιο ευθύ: το κράτος δεν περιορίζεται σε δικαιώματα ελέγχου, αλλά γίνεται απευθείας μέτοχος.
Η επένδυση των 8,9 δισ. δολαρίων θα χρηματοδοτηθεί από πόρους του Chips Act του 2022, οι οποίοι είχαν παραμείνει ανενεργοί. Στόχος είναι η ενίσχυση της αμερικανικής βιομηχανίας ημιαγωγών, που αποτελεί ζωτικό πεδίο του τεχνολογικού ανταγωνισμού με την Κίνα. Οι μετοχές θα αγοραστούν χαμηλότερα από την τρέχουσα αξία τους, ενώ η κυβέρνηση αποκτά δικαίωμα μελλοντικής αύξησης συμμετοχής εφόσον η Intel επιλέξει να αποδεσμευτεί από τον ζημιογόνο κλάδο κατασκευής τσιπ για τρίτους.
Η απόφαση αυτή δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά πρωτίστως πολιτική. Ο Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ηγέτη που «θωρακίζει» την τεχνολογική υπεροχή της Αμερικής. Στην Truth Social τόνισε ότι η παραγωγή προηγμένων μικροτσίπ αποτελεί θεμέλιο για το μέλλον του έθνους. Η ρητορική αυτή συνδυάζεται με μια στρατηγική που βλέπει το κράτος όχι ως διαιτητή αλλά ως ενεργό παίκτη στην οικονομία.
Η Intel, για την οποία η συμφωνία αυτή αποτελεί σανίδα σωτηρίας, έχει αντιμετωπίσει τεράστιες ζημιές – μόνο το 2024 κατέγραψε λειτουργική απώλεια 13 δισ. δολαρίων. Ενώ ανταγωνιστές όπως η TSMC και η Samsungσυνεχίζουν να επενδύουν απρόσκοπτα στις ΗΠΑ με κρατικές επιδοτήσεις, χωρίς όμως να αποδέχονται συμμετοχή του Δημοσίου στο κεφάλαιό τους, η Intel βρέθηκε πιο ευάλωτη στη διαπραγμάτευση.
Στο υπόβαθρο βρίσκεται μια σταδιακή αναδιαμόρφωση του αμερικανικού οικονομικού μοντέλου. Οι συμφωνίες με Nvidia και AMD, που προϋπέθεταν επιστροφή μέρους των κερδών από τις πωλήσεις στην Κίνα, και η «χρυσή μετοχή» στην US Steel, αποτελούν κρίκους της ίδιας αλυσίδας. Το κράτος ζητά ανταλλάγματα για τη χρηματοδότησή του, διασφαλίζει έλεγχο σε στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία και επιχειρεί να ελέγξει τον ρυθμό της τεχνολογικής εξέλιξης.
Η επιλογή αυτή ενέχει κινδύνους: μπορεί να αποθαρρύνει επενδυτές που επιθυμούν πλήρη αυτονομία από την πολιτική εξουσία ή να δημιουργήσει συγκρούσεις με ξένους κολοσσούς που δεν θα δεχτούν όρους συμμετοχής. Ωστόσο, αποκαλύπτει και μια νέα πραγματικότητα: σε μια εποχή γεωοικονομικού ανταγωνισμού, το κράτος δεν μπορεί να μείνει θεατής, ιδίως σε κλάδους κρίσιμους για την εθνική ασφάλεια.
Η περίπτωση της Intel δεν είναι μεμονωμένη· είναι σύμπτωμα μιας στρατηγικής στροφής που ίσως γράψει ξανά τους κανόνες της αμερικανικής οικονομίας. Αν στις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ προέβαλαν τον φιλελευθερισμό έναντι του σοβιετικού κρατικού ελέγχου, σήμερα φαίνεται πως δανείζονται στοιχεία από το παλιό «αντίπαλο μοντέλο» για να αντιμετωπίσουν μια νέα ισχυρή Κίνα.