Αύξηση 21% στα «φέσια» του Δημοσίου – Στο στόχαστρο η ΕΚΑΠΥ για τις καθυστερήσεις πληρωμών

Συναγερμό έχει σημάνει το υπουργείο Οικονομικών για τη ραγδαία άνοδο των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, που αυξήθηκαν κατά 21% μέσα σε επτά μήνες — από 2,31 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2024 σε 2,8 δισ. ευρώ τον Ιούλιο 2025. Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου ξεκίνησε ειδική έρευνα για να εντοπίσει τους φορείς που καθυστερούν τις πληρωμές και να δημοσιοποιήσει τα στοιχεία, ωστόσο τα αίτια φαίνεται να είναι ήδη γνωστά.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), η διόγκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προέρχεται κυρίως από τον τομέα της υγείας και ειδικότερα από την Εθνική Κεντρική Αρχή Προμηθειών Υγείας (ΕΚΑΠΥ). Η Αρχή, που δημιουργήθηκε για να εξορθολογίσει τις πληρωμές προμηθευτών, αντιμετωπίζει σοβαρές λειτουργικές δυσκολίες, καθώς οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της ξεπέρασαν τα 500 εκατ. ευρώ στο τέλος Ιουλίου.
Όπως σημειώνει το ΓΠΚΒ, η αύξηση προέρχεται από τις αγορές φαρμάκων που πραγματοποιεί πλέον κεντρικά η ΕΚΑΠΥ για λογαριασμό των νοσοκομείων — διαδικασία που ξεκίνησε το β’ εξάμηνο του 2023. Συγκεκριμένα, οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της ΕΚΑΠΥ ανήλθαν σε 515 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο 2025, έναντι 126 εκατ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2024 και μόλις 86 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο 2024, ενώ δεν υπήρχαν καθυστερήσεις στο τέλος του 2023.
Επιπλέον, ο συμψηφισμός των εκπτώσεων (clawback/rebate) πραγματοποιείται από την ΕΚΑΠΥ, με καθυστέρηση για το πρώτο εξάμηνο του 2024. Αν αφαιρεθεί το ληξιπρόθεσμο μέρος αυτών των απαιτήσεων, η καθαρή αύξηση των οφειλών περιορίζεται στα 303 εκατ. ευρώ, μέγεθος παρόμοιο με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους.
Η κατάσταση αυτή θεωρείται ανοικτή «πληγή» για το υπουργείο Οικονομικών, καθώς οι καθυστερήσεις πληρωμών των νοσοκομείων υπήρξαν διαχρονικά πρόβλημα που επισημαινόταν επανειλημμένα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εκθέσεις της για την Ελλάδα. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος, η κυβέρνηση είχε ιδρύσει την ΕΚΑΠΥ ως κεντρικό φορέα συντονισμού και προμηθειών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), με στόχο την εξοικονόμηση πόρων, την παρακολούθηση της φαρμακευτικής δαπάνης και την ταχύτερη πληρωμή των προμηθευτών.
Ωστόσο, η ΕΚΑΠΥ δεν έχει κατορθώσει να επιταχύνει τις διαδικασίες, καθώς φαίνεται να αδυνατεί να διαχειριστεί τον μεγάλο όγκο συναλλαγών και τον πολυπλοκό χαρακτήρα των προμηθειών. Έτσι, οι καθυστερήσεις πληρωμών αυξάνονται αντί να μειώνονται, ενώ το συνολικό πρόβλημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ΕΣΥ παραμένει άλυτο.
Οι αιτίες των καθυστερήσεων είναι πολλαπλές: υπερβάσεις προϋπολογισμών, εκτροχιασμός φαρμακευτικής δαπάνης, χρονοβόρες διαδικασίες εκκαθάρισης και συμψηφισμών, αλλά και διοικητικές δυσλειτουργίες. Δεν λείπουν περιπτώσεις όπου διοικήσεις νοσοκομείων καθυστερούν πληρωμές παρότι διαθέτουν αποθεματικά, για να εμφανίσουν «νοικοκυρεμένους» προϋπολογισμούς ή ακόμη και φαινόμενα κακοδιαχείρισης.
Πηγές του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών επισημαίνουν ότι οι διοικητικές αρρυθμίες αυτές φουσκώνουν τα χρέη, παρότι το υπουργείο εκταμιεύει εγκαίρως τα κονδύλια και τα ποσά εγγράφονται στο δημόσιο χρέος. Το συμπέρασμα είναι σαφές: χωρίς αποτελεσματική διοίκηση και μηχανισμούς παρακολούθησης πληρωμών, το πρόβλημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου κινδυνεύει να παραμείνει μόνιμη παθογένεια της ελληνικής οικονομίας.