Bruegel: Η Ελλάδα είναι ο μεγάλος χαμένος της ανάπτυξης το διάστημα 2003-2015

Την οικονομική πορεία των κρατών-μελών της ΕΕ αλλά και κάποιων περιοχών τους κατά το διάστημα 2003 – 2015 εξετάζει σε ανάλυσή του το Bruegel, καταλήγοντας –στο γνωστό σχεδόν σε όλους- συμπέρασμα ότι η Ελλάδα ήταν μεταξύ των χωρών που είδαν την οικονομία τους να συρρικνώνεται δραματικά.
Φυσικά αυτή η συρρίκνωση καταγράφηκε από το 2010 και μετά, όταν ξεκίνησε η περιπέτεια των μνημονίων για τη χώρα.
Στην ανάλυση του Bruegel τονίζονται τα ακόλουθα: «Η οικονομική ανάπτυξη ήταν διαφορετική στις περιφέρειες της ΕΕ, ωστόσο είναι ζωτικής σημασίας ο έλεγχος για τους παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη και σε τοπικό επίπεδο.
Διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν αρκετά επιτυχημένες περιφέρειες σε πολλές χώρες της ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ΕΕ μπορεί να προσφέρει ένα καλό πλαίσιο ανάπτυξης.
Ωστόσο, οι χειρότερες επιδόσεις είναι πιο συγκεντρωμένες σε ορισμένες χώρες, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ειδικοί για κάθε χώρα παράγοντες μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην περιφερειακή ανάπτυξη.
Η οικονομική ανάπτυξη έχει διαφέρει αισθητά σε όλες τις περιφέρειες της ΕΕ.
Οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες περιοχές της ΕΕ μεταξύ του 2003 και του 2015 ήταν στη Βουλγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία, τις τρεις χώρες της Βαλτικής και στο νότιο τμήμα της Ιρλανδίας (Χάρτης 1).
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα γνώρισε ιδιαίτερα δραματική ύφεση, ενώ οι περισσότερες περιοχές της Ιταλίας και πολλές περιοχές της Γαλλίας, της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου καταγράφουν, επίσης, πιο αργό ρυθμό ανάπτυξης.

Ενώ η αύξηση του ΑΕΠ ανά κάτοικο είναι ένας χρήσιμος δείκτης της οικονομικής ανάπτυξης, χρειαζόμαστε ένα σημείο αναφοράς για να αξιολογήσουμε εάν η ανάπτυξη ήταν σχετικά «γρήγορη» ή «αργή» σε σύγκριση με τις δυνατότητες της συγκεκριμένης περιοχής.
Για να πάρουμε ένα παράδειγμα από τον αθλητισμό, η κάλυψη των 100 μέτρων σε 15 δευτερόλεπτα θα ήταν ένα φτωχό αποτέλεσμα για τον Ολυμπιονίκη Usain Bolt, αλλά θα ήταν ένα φανταστικό αποτέλεσμα για μια γιαγιά 70 ετών.
Σε μία πρόσφατη έρευνα που ετοιμάσαμε για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθορίσαμε ρυθμό ανάπτυξης αναφοράς για κάθε μία από τις 1.337 ευρωπαϊκές περιφέρειες κατά την περίοδο 2003-2015, με οικονομετρικές εκτιμήσεις.
Επιλέξαμε την περίοδο 2003-2015 για λόγους διαθεσιμότητας δεδομένων, αλλά και για να έχουμε αρκετά χρόνια πριν και μετά τις πιο οξείες φάσεις της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης το 2008.
Αξιοποιώντας την οικονομική θεωρία, χρησιμοποιήσαμε πολυάριθμους καθοριστικούς παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης.
Οι εκτιμήσεις μας επιβεβαίωσαν τη σημασία των ακόλουθων χαρακτηριστικών ανά περιοχή:

- Το αρχικό επίπεδο του ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης και κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά το 2003: Οι λιγότερο προηγμένες περιοχές πρέπει να απολαμβάνουν σχετικά υψηλότερη οριακή παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, προωθώντας έτσι το μακροπρόθεσμο επίπεδο ισορροπίας στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Για παράδειγμα, το επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλότερο στη Βουλγαρία από ό, τι στη Γερμανία, το οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις τεχνολογικές διαφορές: η παραγωγή στη Γερμανία χρησιμοποιεί πιο προηγμένες τεχνολογίες από ό, τι στη Βουλγαρία.
Έτσι, η Βουλγαρία έχει μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης από τη Γερμανία, επειδή η Βουλγαρία θα μπορούσε να υιοθετήσει τις υπάρχουσες καλύτερες τεχνολογίες και έτσι να καλύψει το «χάσμα» με τη Γερμανία, ενώ η γερμανική ανάπτυξη καθορίζεται από την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, οι οποίες τείνουν να είναι μια πιο δύσκολη και βραδύτερη διαδικασία.
- Ο λόγος κεφαλαίου προς παραγωγή το 2003: Μεγαλύτερο ποσοστό του κεφαλαίου σε σχέση με την παραγωγή υποδηλώνει ότι η οικονομία βρίσκεται σε πιο προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης και κατά συνέπεια έχει λιγότερο «χώρο» για να ευθυγραμμιστεί, κάτι που μειώνει την αναπτυξιακή δυναμική της.
- Το ποσοστό απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών το 2003: Ομοίως, το υψηλότερο μερίδιο της απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών υποδηλώνει ένα πιο προηγμένο στάδιο ανάπτυξης, μειώνοντας το αναπτυξιακό δυναμικό.
- Η αλλαγή της απασχόλησης στον τομέα των υπηρεσιών κατά την περίοδο 2003-2015: Μια τέτοια αλλαγή αντανακλά μια θεμελιώδη διαρθρωτική μετατόπιση της οικονομίας, μειώνοντας το αναπτυξιακό δυναμικό.
- Το ποσοστό Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D) σε σύγκριση με τη συνολική απασχόληση του 2003: Μεγαλύτερο μερίδιο R&D υποδηλώνει υψηλότερο απόθεμα ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο αυξάνει το μακροπρόθεσμο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης.
- Το μερίδιο των ατόμων που εργάζονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση το 2003: Ομοίως, όσο υψηλότερο είναι το μερίδιο των εργαζομένων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, τόσο υψηλότερο είναι το αναμενόμενο μακροχρόνιο επίπεδο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
- Πυκνότητα πληθυσμού το 2003: Ο δείκτης αυτός αποτελεί χρήσιμο μέτρο αστικοποίησης, ενώ οι αστικές περιοχές με υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που δεν εργάζονται ούτε στη γεωργία ούτε στη μεταποίηση θα πρέπει να είναι πιο προηγμένες και πιο κοντά στα τεχνολογικά σύνορα και επομένως να έχουν μικρότερο δυναμικό ανάπτυξης .
- Η αύξηση του πληθυσμού από το 2000 έως το 2003: Η αύξηση του πληθυσμού θα πρέπει να συνεπάγεται χαμηλότερο λόγο φυσικού κεφαλαίου ανά εργαζόμενο και χαμηλότερο μακροπρόθεσμο κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
- Ποιότητα της διακυβέρνησης το 2010: Η βελτίωση της διακυβέρνησης αντανακλά αποτελεσματικούς, αμερόληπτους και διαφανείς θεσμούς που επιτρέπουν την οικονομική ανάπτυξη.

Είναι καθησυχαστικό ότι οι μεταβλητές αυτές, οι οποίες έχουν θεωρητική λογική, έχουν στατιστικά σημαντική επίδραση στις οικονομικές εξελίξεις.
Δεν ελέγξαμε για παράγοντες ταυτόχρονα με την περίοδο ανάπτυξης που αναλύθηκε - από το 2003 έως το 2015 - για την αποφυγή ορισμένων οικονομετρικών προβλημάτων, με δύο μόνο εξαιρέσεις.
Πρώτον, τα παλαιότερα περιφερειακά στοιχεία θεσμικών ποιοτικών δεδομένων είναι διαθέσιμα για το 2010.
Δεύτερον, η ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα από το 2003 έως το 2015 αποτελεί ισχυρό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης και είναι σημαντικό να συμπεριληφθεί στην υποχώρηση.

Υπάρχουν κάποιες αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ του Χάρτη 1 και του Χάρτη 2. Ενώ στο Χάρτη 1 οι τρεις χώρες της Βαλτικής, η Βουλγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία κυριαρχούσαν από τις περιοχές με σκούρο πράσινο χρώμα (υποδηλώνοντας την ταχεία αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ) ή ακόμη και κόκκινες περιοχές, γεγονός που υποδηλώνει κακή απόδοση σε σχέση με το σημείο αναφοράς.
Οι φινλανδικές περιοχές κατατάσσονται επίσης στις πιο φτωχές στον Χάρτη 2 (με περισσότερα κόκκινα χρώματα) από ό, τι στο Χάρτη 1.

 


Η Ιταλία, από την άλλη πλευρά, ήταν μάλλον κόκκινη στο Χάρτη 1, αλλά υπάρχουν κάποιες ανοιχτόχρωμες θέσεις στο Χάρτη 2, υποδεικνύοντας ότι - περιφερειακά χαρακτηριστικά - υπήρχαν λίγες επιτυχείς περιφέρειες στην Ιταλία.
Στην πραγματικότητα, μεταξύ των 1.337 περιφερειών που εξετάσαμε, το 10% των 133 περιφερειών προέρχεται από 21 χώρες, υπογραμμίζοντας ότι σε πολλές χώρες της ΕΕ υπάρχουν μάλλον επιτυχημένες περιφέρειες, ανεξάρτητα από τη συνολική οικονομική ανάπτυξη.
Υπάρχουν μόνο επτά χώρες της ΕΕ που δεν έχουν μια ενιαία περιοχή στη «λίστα» των κορυφαίων 10% συντελεστών ανάπτυξης: το Βέλγιο, η Κύπρος, η Φινλανδία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Σλοβενία και η Ισπανία.
Η άτυχη ομάδα του κατώτατου 10%, των 133 περιφερειών με τις χειρότερες οικονομικές επιδόσεις, προέρχεται από 14 χώρες, γεγονός που υποδηλώνει μεγαλύτερη συγκέντρωση.
Συγκεκριμένα, 36 από τις 52 ελληνικές περιφέρειες (δηλαδή το 69% των ελληνικών περιφερειών) βρίσκονται στο έσχατο σημείο της κατάταξης.
Οκτώ ακόμη βρίσκονται στο δεύτερο χειρότερο και τέσσερις ακόμη στο τρίτο χειρότερο, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα ως χώρα υπέστη μία πρωτοφανή ύφεση και οικονομική συρρίκνωση μετά το 2008.
Υπάρχουν και άλλες χώρες στις οποίες ένα πολύ μεγάλο μερίδιο περιφερειών ανήκει στο κατώτατο σημείο 10 % των περιφερειών της ΕΕ: η Κροατία (48%), η Σλοβενία (42%), η Βουλγαρία (32%), η Φινλανδία (32%), η Ουγγαρία (30%) και η Ιρλανδία (25% την οικονομική ανάπτυξη και τις μεγάλες διαφορές στις χώρες.
Επομένως, έχουμε τρία βασικά μηνύματα.
Πρώτον, είναι καθοριστικής σημασίας ο έλεγχος για τους παράγοντες που σχετίζονται με την περιοχή για την αξιολόγηση των επιδόσεων της ανάπτυξης.
Δεύτερον, υπάρχουν αρκετά επιτυχημένες περιφέρειες σε πολλές χώρες της ΕΕ, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ΕΕ μπορεί να προσφέρει ένα καλό πλαίσιο ανάπτυξης.
Και τρίτον, οι περιοχές με την πιο άσχημη πορεία είναι πιο συγκεντρωμένες σε ορισμένες χώρες, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι ειδικοί για κάθε χώρα παράγοντες μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην περιφερειακή ανάπτυξη.