Εφορία: Τα μυστικά και οι παγίδες της ρύθμισης των 24-48 δόσεων

Όλες οι βεβαιωμένες - ληξιπρόθεσμες και μη ληξιπρόθεσμες - οφειλές προς την Εφορία, οι οποίες την 1η Νοεμβρίου 2019 δεν είχαν ρυθμιστεί σε δόσεις με την αρχική «πάγια ρύθμιση» των 12-24 δόσεων ή με άλλες ρυθμίσεις και διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής που ήταν σε ισχύ την 1η-11-2019 μπορούν να υπαχθούν στη νέα πάγια ρύθμιση των 24-48 δόσεων.

Η ρύθμιση θα ενεργοποιηθεί από την 26η Φεβρουαρίου, όταν θα αρχίσει να λειτουργεί στο ΤΑΧΙSnet η ηλεκτρονική πλατφόρμα για την υποβολή των σχετικών αιτήσεων.

Στη νέα πάγια ρύθμιση θα μπορούν να υπαχθούν και τα ανεξόφλητα υπόλοιπα οφειλών προς την Εφορία τα οποία έχουν ρυθμιστεί μετά την 1η-11-2019 με βάση την ισχύουσα μέχρι τώρα πάγια ρύθμιση των 12 ή 24 δόσεων. Επιπλέον, με τη νέα πάγια ρύθμιση μπορούν να εξοφλούνται τμηματικά, έως και σε 24 ή 48 μηνιαίες δόσεις όλες οι οφειλές προς την Εφορία που έχουν βεβαιωθεί μετά την 1η--11-2019 μέχρι σήμερα καθώς και όσες οφειλές θα βεβαιώνονται από δω και στο εξής.

 

Στη νέα πάγια ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν, ειδικότερα:

* Όσοι φορολογούμενοι χρωστούν φόρο εισοδήματος, ΕΝ.Φ.Ι.Α., Φ.Π.Α. και άλλους φόρους και τέλη υπέρ του Δημοσίου που βεβαιώθηκαν στα ονόματά τους εντός του 2019 αλλά δεν έχουν εντάξει τις οφειλές τους αυτές στην ισχύουσα μέχρι 31-12-2019 πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων. Οι φορολογούμενοι αυτοί μπορούν να ρυθμίσουν τις συγκεκριμένες οφειλές έως και σε 24 μηνιαίες δόσεις με τους όρους και τις προϋποθέσεις της νέας «πάγιας ρύθμισης».

 

* Όσοι φορολογούμενοι βαρύνονται με παλαιά ληξιπρόθεσμα χρέη προς την Εφορία και τα έχουν αφήσει αρρύθμιστα. Και οι φορολογούμενοι αυτοί θα μπορούν να καταβάλουν τα χρέη τους έως και σε 24 μηνιαίες δόσεις εάν αυτά προέρχονται από φόρους εισοδήματος, Φ.Π.Α., ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή άλλους τακτικά επιβαλλόμενους φόρους ή μέχρι και σε 48 μηνιαίες δόσεις αν τα εν λόγω χρέη προέρχονται από φόρους κληρονομιάς ή από φορολογικά ή τελωνειακά πρόστιμα ή από πρόστιμα της τροχαίας, του δήμου ή της πολεοδομίας τα οποία μεταφέρθηκαν και βεβαιώθηκαν στις Δ.Ο.Υ. ή από άλλες έκτακτες αιτίες.


* Όσοι φορολογούμενοι ενέταξαν μετά την 1η-11-2019 οφειλές τους (βεβαιωμένες είτε πριν είτε μετά την 1η-11-2019) στην ισχύουσα ακόμη και μέχρι σήμερα πάγια ρύθμιση των 12 ή 24 δόσεων. Οι φορολογούμενοι αυτοί θα μπορούν από τις 26-2-2020 να μεταφέρουν τα ανεξόφλητα υπόλοιπα των οφειλών αυτών στη νέα πάγια ρύθμιση και να διπλασιάσουν τον αριθμό των δόσεων σε 24 ή 48, μειώνοντας σημαντικά το ύψος κάθε δόσης.

 

* Όλα τα χρέη προς την Εφορία που βεβαιώνονται στο εξής, είτε γίνουν ληξιπρόθεσμα είτε όχι.

 

Σύμφωνα, ειδικότερα, με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 43 του πρόσφατα ψηφισθέντος φορολογικού νόμου 4646/2019 αλλά και με βάση τα όσα διευκρινίζονται στην εφαρμοστική απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών Αποστόλου Βεσυροπούλου, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως:

 

1) Οφειλές που έχουν βεβαιωθεί στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία αλλά δεν έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής η οποία ήταν σε ισχύ την 1η-11-2019 καθώς και οφειλές οι οποίες βεβαιώνονται από την 1η-11-2019 και μετά στις Δ.Ο.Υ., τα Ελεγκτικά Κέντρα και τα Τελωνεία δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών, πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής αυτών, να ρυθμίζονται και να καταβάλλονται ως εξής:

α) σε 2 έως 24 μηνιαίες δόσεις,

β) σε 2 έως 48 μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από φόρο κληρονομιών, από φορολογικό και τελωνειακό έλεγχο, καθώς και για μη φορολογικές και τελωνειακές οφειλές, όπως π.χ. πρόστιμα λόγω παραβάσεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, πρόστιμα για αυθαίρετη δόμηση και άλλες χρηματικές ποινές που έχουν μεταφερθεί και έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ..

 

2) Το ελάχιστο ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ορίζεται σε 30 ευρώ.

3) Ο ακριβής αριθμός των δόσεων για οφειλές που ρυθμίζονται έως και σε 48 δόσεις θα καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση, λαμβανομένων υπ’ όψιν εισοδηματικών κριτηρίων. Για οφειλέτες που είναι φυσικά πρόσωπα ο αριθμός των δόσεων θα καθορίζεται με βάση το ύψος της ρυθμιζόμενης οφειλής (του αθροίσματος αρχικού ποσού οφειλής, των ήδη συσσωρευμένων προσαυξήσεων και των τόκων της νέας ρύθμισης) και με βάση:

 

-είτε το μέσο όρο του συνολικού εισοδήματος (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) κατά τα τελευταία τρία φορολογικά έτη πριν την αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση

-είτε το συνολικό εισόδημα (ατομικό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό) του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους από την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.

 

Το ποσό εισοδήματος που θα λαμβάνεται υπόψη (ο μέσος όρος της τελευταίας τριετίας ή το εισόδημα του αμέσως προηγούμενου έτους) θα πολλαπλασιάζεται τμηματικά με προοδευτικά κλιμακωτό συντελεστή, κατά τον ακόλουθο τρόπο:

Για το τμήμα του εισοδήματος:

α) από 0,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ με συντελεστή 4%,

β) από 15.000,01 ευρώ έως 20.000 ευρώ με συντελεστή 6%,

γ) από 20.000,01 ευρώ έως 25.000 ευρώ με συντελεστή 8%,

δ) από 25.000,01 ευρώ έως 30.000 ευρώ με συντελεστή 10%,

ε) από 30.000,01 ευρώ έως 50.000 ευρώ με συντελεστή 12%,

στ) από 50.000,01 ευρώ έως 75.000 ευρώ με συντελεστή 15%,

ζ) από 75.000,01 ευρώ έως 100.000 ευρώ με συντελεστή 20%,

η) πάνω από 100.000 ευρώ με συντελεστή 25%.

 

Κάθε ένας από τους ανωτέρω συντελεστές θα μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων του οφειλέτη, κατά 1 εκατοστιαία μονάδα για 1 τέκνο, κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες για 2 τέκνα και κατά 3 εκατοστιαίες μονάδες για 3 τέκνα και άνω.

 

Το ποσό που θα προκύπτει από τους υπολογισμούς βάσει της παραπάνω κλίμακας συντελεστών (το άθροισμα των γινομένων των τμημάτων του εισοδήματος με τους αντίστοιχους συντελεστές) θα ανάγεται σε μηνιαία βάση, κατόπιν διαίρεσής του με το 12. Στη συνέχεια το συνολικό ποσό της ρυθμιζόμενης οφειλής θα διαιρείται με το ποσό που θα έχει προκύψει από την αναγωγή σε μηνιαία βάση. Ο αριθμός των δόσεων θα προκύπτει από το ακέραιο μέρος του πηλίκου της τελευταίας αυτής διαίρεσης, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 30 ευρώ. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης έχει υποβάλει μηδενικές δηλώσεις για όλα τα φορολογικά έτη που λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον καθορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, θα χορηγείται ο μέγιστος αριθμός δόσεων, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ευρώ.

 

4) Προκειμένου να καθοριστούν ο αριθμός και τα ποσά των μηνιαίων δόσεων που δικαιούται κάθε οφειλέτης-φυσικό πρόσωπο για να ρυθμίσει κάποιο έκτακτο χρέος του θα λαμβάνεται υπόψη το συνολικό πραγματικό δηλωθέν εισόδημά του. Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος αυτού θα αθροίζονται όλα τα δηλωθέντα ποσά εισοδημάτων που έχουν επιβαρυνθεί με φόρο εισοδήματος ή έχουν απαλλαγεί από τον φόρο εισοδήματος ή έχουν φορολογηθεί με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, ακόμη κι αυτά που απαλλάχθηκαν ή εξαιρέθηκαν από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης.

 

5) Εναλλακτικά, για τον καθορισμό του αριθμού των δόσεων και του ύψους κάθε μηνιαίας δόσης, σε περίπτωση αίτησης για ρύθμιση εκτάκτου χρέους, θα λαμβάνεται υπόψη το τεκμαρτό εισόδημα αν αυτό είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό.

 

6) Ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων που θα καθορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση για τις έκτακτες οφειλές δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 24, υπό τον περιορισμό ότι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 30 ευρώ. Ο οφειλέτης θα μπορεί πάντως να επιλέξει δόσεις λιγότερες των 24.

 

7) Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα:

 

α) η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα,

β) η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και

γ) αν οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 ευρώ, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ, πέραν της τήρησης των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο προϋποθέσεων απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών. Ανεξάρτητος εκτιμητής θα προσδιορίζει την αξία της προσφερόμενης διασφάλισης.

 

8) Για την υπαγωγή στη ρύθμιση απαιτείται να υποβληθεί ηλεκτρονικά αίτηση-υπεύθυνη δήλωση σε ειδική εφαρμογή που θα τεθεί σε λειτουργία στο σύστημα TAXISnet από τις 26-2-2020.

 

9) Η πρώτη δόση της ρύθμισης πρέπει να καταβάλλεται μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών.

 

10) Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης θα έχει ως συνέπεια την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%. Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.

 

11) Για οφειλές που ρυθμίζονται έως και σε 12 δόσεις, ο τόκος θα υπολογίζεται με βάση το τελευταίο δημοσιευμένο μέσο ετήσιο επιτόκιο δανείων σε ευρώ χωρίς καθορισμένη διάρκεια αλληλόχρεων λογαριασμών που χορηγούνται από όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτό δημοσιεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πλέον 0,25%, ετησίως υπολογιζόμενο.

 

12) Για οφειλές που ρυθμίζονται σε περισσότερες από 12 μηνιαίες δόσεις, το επιτόκιο θα προσαυξάνεται κατά μιάμιση ποσοστιαία μονάδα (1,5%).

 

13) Η ρύθμιση θα χάνεται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, εάν ο οφειλέτης:

 

α) δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,

 

β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός,

γ) δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,

δ) δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά,

ε) έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.

Δεύτερη ευκαιρία υπαγωγής στη ρύθμιση


14) Σε περίπτωση απώλειας της ρύθμισης επιτρέπεται η υπαγωγή της ίδιας οφειλής ανά οφειλέτη στη ρύθμιση για δεύτερη φορά. Όμως ο αριθμός των δόσεων δεν θα μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των δόσεων που υπολείπονταν κατά τον χρόνο απώλειας της ρύθμισης. Στην περίπτωση αυτή, για την εκ νέου υπαγωγή απαιτείται ως πρώτη δόση της ρύθμισης η προκαταβολή ποσού διπλάσιου της μηνιαίας δόσης της δεύτερης ρύθμισης. Η δήλωση του ποσού της προκαταβολής θα γίνεται από τον οφειλέτη κατά την υποβολή του αιτήματος υπαγωγής στη ρύθμιση. Η προκαταβολή θα πρέπει να εξοφληθεί μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για δεύτερη ρύθμιση.


15) Οι οφειλέτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των όρων της ρύθμισης μέχρι το πέρας αυτής, κατά την καταβολή της τελευταίας δόσης, θα απαλλάσσονται από την πληρωμή ποσού που ισούται με το 25% των τόκων που έχουν επιβαρύνει το ποσό των δόσεων της ρυθμιζόμενης οφειλής. Η απαλλαγή δεν θα μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της τελευταίας δόσης.


15) Η υπαγωγή στη ρύθμιση δεν θα αναστέλλει τυχόν δεσμεύσεις και κατασχέσεις που έχουν ήδη επιβληθεί σε απαιτήσεις του οφειλέτη εις χείρας τρίτων, αλλά τα ποσά που θα προκύπτουν από τα αναγκαστικά αυτά μέτρα είσπραξης θα μειώνουν ισόποσα τα υπόλοιπα των ρυθμιζόμενων οφειλών. Δηλαδή οι οφειλέτες εναντίον των οποίων έχουν ήδη ξεκινήσει δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και κατασχέσεις στα υπόλοιπα των καταθέσεών τους ή κατασχέσεις σε μισθούς, συντάξεις, ενοίκια, επιδόματα, επιδοτήσεις κ.λπ. δεν θα απαλλάσσονται από τα επαχθή αυτά μέτρα με την υπαγωγή τους στη νέα πάγια ρύθμιση. Κάθε φορά που θα πιστώνονται ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους και γενικότερα κάθε φορά που συγκεκριμένες χρηματικές απαιτήσεις τους θα βρίσκονται στα χέρια αυτών που πρόκειται να τούς τις εξοφλήσουν θα εξακολουθούν να δεσμεύονται και να κατάσχονται από τις φορολογικές αρχές προκειμένου να χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του εκάστοτε ανεξόφλητου υπολοίπου των οφειλών που θα έχουν ενταχθεί στη νέα πάγια ρύθμιση.

 

16) Η Φορολογική Διοίκηση θα διατηρεί το δικαίωμα και μετά την υπαγωγή ενός οφειλέτη στη νέα πάγια ρύθμιση να μη του χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ' αυτού, εφόσον αυτός δεν έχει μεριμνήσει ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντά του Δημοσίου.

 

17) Η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί κι από μόνη της, μετά την υπαγωγή του οφειλέτη στη νέα πάγια ρύθμιση, να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του ιδίου, των συνυπόχρεων προσώπων ή των εγγυητών, εφόσον η ρυθμιζόμενη οφειλή του δεν είναι «ασφαλισμένη».

 

18) Ακόμη κι αν ο οφειλέτης έχει βάλει ήδη υποθήκη ένα ή περισσότερα από τα ακίνητά του με σκοπό να εξασφαλίσει το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας όχι για να πωλήσει ακίνητο αλλά για να εισπράξει χρήματα από φορείς του Δημοσίου, η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί να του παρακρατά ένα σημαντικό ποσοστό από τα χρήματα που δικαιούται, για να μειώσει ή να εξαλείψει πλήρως το υπόλοιπο της οφειλής που θα έχει εντάξει στη νέα πάγια ρύθμιση. Σε κάθε περίπτωση, η Φορολογική Διοίκηση θα μπορεί να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη από το Δημόσιο με τα οφειλόμενα από αυτόν ποσά των μηνιαίων δόσεων της νέας πάγιας ρύθμισης.