Επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας προβλέπουν κορυφαίοι μάνατζερ από 91 χώρες

Σύμφωνα με έρευνα της ελεγκτικής εταιρείας PwC, η οποία διεξάγεται ετησίως πριν από την έναρξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, μεταξύ 1400 κορυφαίων μάνατζερ από 91 χώρες, ο ένας στους τρεις εξ αυτών πιστεύει ότι η οικονομική ανάπτυξη θα υποχωρήσει.

Όπως γράφει η γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, η οποία δημοσιεύει την δημοσκόπηση, οι Γερμανοί είναι ακόμα πιο απαισιόδοξοι, λόγω των εμπορικών διαμαχών και του Brexit. Αντίθετα, όπως προκύπτει από την ίδια έρευνα, οι μη Γερμανοί διευθύνοντες σύμβουλοι παραμένουν αισιόδοξοι για την εξέλιξη της γερμανικής οικονομίας.

Όπως προκύπτει από την έρευνα, περίπου το 30% των μάνατζερς που ερωτήθηκαν, πιστέυουν ότι θα σημειωθεί κάμψη της ανάπτυξης το επόμενο 12μηνο και μάλιστα κατά 6 φορές σε σχέση με πέρυσι.

Όπως ανέφερε ο πρόεδρος της PwC, Μπομπ Μόριτζ, ως κύριες αιτίες προβάλλονται οι επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου, τον οποίο οι CEOs δεν μπορούν να ελέγξουν, πολιτικά γεγονότα στην ΕΕ όπως το Brexit, αλλά και θέματα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.

Σε κάθε περίπτωση, η μεγαλύτερη επιδείνωση της ψυχολογίας, συναντάται στους CEOs της Βόρειας Αμερικής, όπου η αισιοδοξία μειώθηκε από 63% το 2018 σε 37% φέτος. Μέρος της κάμψης μπορεί να εξηγηθεί από την πτώση του ενθουσιασμού για τις οικονομικές πολιτικές που προέρχονται από την Ουάσινγκτον.

Σημαντική μείωση της αισιοδοξίας για βραχυπρόθεσμη αύξηση των εσόδων

Μειωμένη είναι η αισιοδοξία αναφορικά και με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές των εταιρειών. Συγκεκριμένα, το 23% των Ελλήνων CEO που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν «ιδιαίτερα αισιόδοξοι» για τις προοπτικές ανάπτυξης του οργανισμού τους στους επόμενους 12 μήνες, ενώ σε βάθος τριετίας το ποσοστό αυξάνεται σε 36%.

Υπό αυτό το πρίσμα, για την ενίσχυση των εσόδων της φετινής χρονιάς οι διευθύνοντες σύμβουλοι σκοπεύουν να στηριχθούν κατά κύριο λόγο στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των λειτουργιών (77%) και στη οργανική ανάπτυξη (79%).

Παράγοντες που απειλούν την ανάπτυξη

Η διαχείριση του λαϊκισμού που έχει σημειώσει άνοδο στις αγορές που συμμετέχουν στην έρευνα και οι τεταμένες εμπορικές σχέσεις αποτελούν σε παγκόσμιο επίπεδο 2 από τις σημαντικότερες απειλές για την ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, περισσότεροι από τους μισούς (54%) διευθύνοντες συμβούλους που συμμετείχαν στην έρευνα κατέταξαν την αυξανόμενη φορολογική επιβάρυνση ως την σημαντικότερη απειλή για τις επιχειρήσεις τους. Ωστόσο ο δείκτης έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με τα υψηλά επίπεδα του 2017 (81%)

Η φετινή έρευνα έχει μελετήσει σε βάθος και τους τομείς των Data & Analytics και της Τεχνητής Νοημοσύνης, δύο τομείς στους οποίους επικεντρώνονται και οι ηγέτες της αγοράς.

Data & Analytics

Σύμφωνα με τις απαντήσεις των συμμετεχόντων, οι διευθύνοντες σύμβουλοι εξακολουθούν να προβληματίζονται για τις δυνατότητες των οργανισμών σχετικά με την αξιοποίηση των δεδομένων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεγάλου πληροφοριακού κενού που παραμένει άλυτο τα τελευταία 10 χρόνια. Παρά τις υψηλές επενδύσεις σε υποδομές πληροφορικής που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, οι διευθύνοντες σύμβουλοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι δεν έχουν στη διάθεσή τους όλη την πληροφόρηση που χρειάζονται για τη λήψη αποτελεσματικών αποφάσεων που εξασφαλίζουν τη μακροχρόνια επιτυχία και την ανθεκτικότητα των εταιρειών τους.

Οι προσδοκίες των ηγετών έχουν σίγουρα αυξηθεί λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, όμως οι CEO γνωρίζουν ότι οι δυνατότητες ανάλυσης που έχουν στη διάθεσή τους δεν συμβαδίζουν με τον όγκο των δεδομένων ο οποίος έχει σημειώσει εκθετική αύξηση κατά την τελευταία δεκαετία. Αναφορικά με την αντιμετώπιση αυτού του κενού δεξιοτήτων, οι CEO συμφωνούν ότι δεν υπάρχει άμεση λύση. Το 54% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα υποστηρίζει ότι η λύση στο πρόβλημα είναι η επανεκπαίδευση και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων, ενώ το 21% θεωρεί ότι η διαρκής εκπαίδευση θα μπορούσε να αποτελέσει μια λύση.

Όπως υποστηρίζει ο Bob Moritz, πρόεδρος του παγκόσμιου δικτύου της PwC: «Καθώς οι τεχνολογικές εξελίξεις συνεπάγονται ραγδαίες αλλαγές στην επιχειρηματικότητα, οι εργαζόμενοι με δεξιότητες στη διαχείριση δεδομένων και τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας γίνονται ακόμη πιο πολύτιμοι, αλλά και περισσότερο δυσεύρετοι. Ωστόσο, η ανάγκη για ανθρώπους με προσωπικές δεξιότητες (soft skills) είναι επίσης σημαντική, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη συνεργασία του επιχειρηματικού κόσμου, των κυβερνήσεων και των εκπαιδευτικών φορέων για να ανταποκριθούν στις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες του εργατικού δυναμικού».

Τεχνητή νοημοσύνη (Artificial Intelligence)

Το 75% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα και το 85% παγκοσμίως, πιστεύει ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής της δραστηριότητάς τους μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, με σχεδόν τα δύο τρίτα εξ αυτών να θεωρούν τις αλλαγές μεγαλύτερες από του διαδικτύου.

Παρά τις υψηλές προσδοκίες, πάνω από τους μισούς (54%)διευθύνοντες συμβούλους στην Ελλάδα δεν διαθέτουν κάποιο σχέδιο υιοθέτησης τεχνητής νοημοσύνης, ενώ το 31% σκοπεύει να εκπονήσει σχετικό πλάνο μέσα στην επόμενη τριετία.

Αναφορικά με τον αντίκτυπο που θα έχει η τεχνητή νοημοσύνη στις θέσεις εργασίας, το 88% των ερωτηθέντων από την Κίνα πιστεύει ότι θα καταργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες θα δημιουργήσει. Λιγότερο επιφυλακτικοί δηλώνουν οι CEO στην Ελλάδα με τον αντίστοιχο δείκτη να αγγίζει το 42%.

Σύμφωνα με τον Μάριο Ψάλτη, CEO PwC Greece: «Οι επιχειρήσεις που θα παραμείνουν ανταγωνιστικές είναι εκείνες που θα δουν τη λειτουργία τους ως μέρος μια διεθνούς μεταβαλλόμενης αγοράς η οποία διαμορφώνεται από τις παγκόσμιες τάσεις. Προς αυτή τη κατεύθυνση απαιτείται επαναπροσδιορισμός της εταιρικής κουλτούρας και εστίαση στη μεγάλη εικόνα. Η τεχνολογία γίνεται αρωγός προσφέροντας ευκαιρίες. Οδηγεί ωστόσο και σε έλλειψη δεξιοτήτων που είναι εμφανής και στην Ελλάδα καλώντας τις επιχειρήσεις για τοποθέτηση του ανθρώπινου δυναμικού και της εκπαίδευσης, υψηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων. Σημαντικό εύρημα της έρευνας αποτελεί το γεγονός ότι η φορολογική επιβάρυνση παραμένει η μεγαλύτερη απειλή για τους CEO των ελληνικών επιχειρήσεων όταν σε διεθνές επίπεδο το βλέμμα έχει στραφεί στο κενό δεξιοτήτων των εργαζομένων. Απαιτείται λοιπόν, προσαρμογή του φορολογικού πλαισίου και μετάβαση σε ένα δίκαιο και σταθερό μοντέλο που ενθαρρύνει την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα»