Η δημογραφική «βόμβα» στην Ελλάδα θα ανεβάσει τα όρια ηλικίας

Σε μια κρίσιμη συγκυρία για το μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης, η έκθεση του ΟΟΣΑ «Pensions at a Glance 2025», που δημοσιεύθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2025, χτυπά ηχηρό καμπανάκι για την Ελλάδα. Η χώρα μας κατατάσσεται στις πλέον «γηρασμένες» οικονομίες του κόσμου, αντιμετωπίζοντας μια άνευ προηγουμένου δημογραφική κατάρρευση που απειλεί να τινάξει στον αέρα τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος τις επόμενες δεκαετίες.
Η έκθεση αποκαλύπτει μια διττή πραγματικότητα: από τη μία, το ελληνικό σύστημα παραμένει «γενναιόδωρο» με υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης, αλλά από την άλλη, η δραματική συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού καθιστά μονόδρομο την περαιτέρω αύξηση των πραγματικών ορίων συνταξιοδότησης.

Η Δημογραφική Κατάρρευση

Το πιο ανησυχητικό εύρημα για την Ελλάδα είναι η ταχύτητα της γήρανσης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα βρίσκεται στην «κόκκινη ζώνη» μαζί με την Ιταλία, την Πολωνία και την Ισπανία. Μέχρι το 2050, η αναλογία εξάρτησης ηλικιωμένων (δείκτης που μετρά πόσοι άνω των 65 ετών αντιστοιχούν σε 100 άτομα εργάσιμης ηλικίας 20-64 ετών) αναμένεται να εκτοξευθεί.
Ειδικότερα, η αναλογία αυτή θα αυξηθεί κατά περισσότερες από 25 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το βάρος της χρηματοδότησης των συντάξεων θα πέφτει στις πλάτες ολοένα και λιγότερων εργαζομένων. Η έκθεση προβλέπει μείωση του πληθυσμού σε παραγωγική ηλικία (20-64 ετών) στην Ελλάδα κατά ποσοστό άνω του 30% μέσα στα επόμενα 40 χρόνια, μια εξέλιξη που συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας.

Όρια Ηλικίας: Το Τέλος της «Νεανικής» Συνταξιοδότησης;

Παρά τις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις των μνημονιακών ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει σχετικά χαμηλές μέσες ηλικίες εξόδου από την εργασία, ειδικά σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής. Ο ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι, ενώ η θεσμοθετημένη ηλικία είναι υψηλή (67 έτη ή 62 με 40 χρόνια ασφάλισης), στην πράξη πολλοί ασφαλισμένοι αποχωρούν νωρίτερα.
Ωστόσο, η έκθεση προειδοποιεί ότι αυτό θα αλλάξει αναγκαστικά. Λόγω του μηχανισμού σύνδεσης των ορίων ηλικίας με το προσδόκιμο ζωής, ο Οργανισμός εκτιμά ότι η ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης (για όσους έχουν πλήρη καριέρα 40 ετών), η οποία σήμερα είναι στα 62 έτη, θα αυξηθεί σταδιακά προς τα 66 έτη για όσους εισέρχονται τώρα στην αγορά εργασίας. Ουσιαστικά, η "πόρτα" της εξόδου πριν τα 66-67 θα κλείσει οριστικά για τις νεότερες γενιές, καθώς ζούμε περισσότερο και θα πρέπει να δουλεύουμε περισσότερο για να λάβουμε αξιοπρεπή σύνταξη.

Υψηλές Δαπάνες και Αναπλήρωση

Η Ελλάδα παραμένει πρωταθλήτρια στις συνταξιοδοτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι προβολές δείχνουν ότι η δαπάνη θα αγγίξει το 12,7% του ΑΕΠ το 2030 και θα κορυφωθεί στο 14% περίπου το διάστημα 2045-2050, προτού αρχίσει να αποκλιμακώνεται.
Παράλληλα, το ελληνικό σύστημα χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά αναπλήρωσης (το ποσό της σύνταξης ως ποσοστό του τελευταίου μισθού). Ενώ ο μέσος όρος καθαρής αναπλήρωσης στον ΟΟΣΑ για έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης είναι περίπου 63%, η Ελλάδα κινείται σε υψηλότερα επίπεδα, προστατεύοντας το εισόδημα των συνταξιούχων αποτελεσματικότερα από πολλές πλούσιες χώρες, αλλά με τεράστιο δημοσιονομικό κόστος.

Κυριότερα Συμπεράσματα

  • Δραματική Γήρανση: Η Ελλάδα αναμένεται να χάσει πάνω από το 30% του εργατικού της δυναμικού (ηλικίες 20-64) τα επόμενα 40 χρόνια.
  • Εκτίναξη Δείκτη Εξάρτησης: Μέχρι το 2050, η αναλογία ηλικιωμένων προς εργαζόμενους θα αυξηθεί κατά >25 μονάδες, δημιουργώντας ασφυκτική πίεση στα ταμεία.
  • Αύξηση Ορίων Ηλικίας: Η μέση ηλικία συνταξιοδότησης θα αυξηθεί. Για όσους έχουν 40 χρόνια εργασίας, το κατώτατο όριο προβλέπεται να ανέβει από τα 62 στα 66 έτη στο μέλλον.
  • Υψηλή Συνταξιοδοτική Δαπάνη: Οι δαπάνες για συντάξεις θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, φτάνοντας το 14% του ΑΕΠ την περίοδο 2045-2050.
  • Ποσοστά Αναπλήρωσης: Η Ελλάδα διατηρεί ένα από τα πιο «γενναιόδωρα» συστήματα αναπλήρωσης εισοδήματος στον ΟΟΣΑ, ξεπερνώντας τον μέσο όρο του 63% (καθαροί όροι).
  • Χάσμα των Φύλων: Όπως και στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, καταγράφεται σημαντικό χάσμα στις συντάξεις μεταξύ ανδρών και γυναικών (μέσος όρος ΟΟΣΑ -23% για τις γυναίκες), λόγω χαμηλότερων αποδοχών και λιγότερων ετών εργασίας των γυναικών.