Κερδισμένοι και χαμένοι από την πολιτική της ΕΚΤ

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανέβασε τα επιτόκιά της την περασμένη εβδομάδα, παρά το γεγονός ότι η οικονομία της ευρωζώνης επιβραδύνεται, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός δεν έχει τεθεί υπό έλεγχο και η εκτίμηση για την εξέλιξή του το επόμενο διάστημα αναθεωρήθηκε προς τα πάνω. 

Η ΕΚΤ έχει ανεβάσει πλέον τα επιτόκια του ευρώ σε ιστορικό υψηλό επίπεδο, υψηλότερα και από εκείνο του 2001, όταν ήθελε να στηρίξει το κοινό νόμισμα στα πρώτα του βήματα. 

Τα επιτόκια παρέμβασης της ΕΚΤ διαμορφώνονται πλέον στο 4% για το χρήμα που «παρκάρουν» οι εμπορικές τράπεζες σε καταθέσεις στην κεντρική τράπεζα και στο 4,25-4,75% για τα δάνεια που λαμβάνουν από αυτήν, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το κόστος χρήματος για τις εμπορικές τράπεζες και εκείνες να περνούν την αύξηση στα επιτόκια με τα οποία δανείζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. 

Η αύξηση του κόστους χρήματος «φρενάρει» την οικονομική δραστηριότητα και αυτό αντανακλάται στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στην ευρωζώνη ο οποίος έπεσε στο 0,3% κατά το δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς. 

Στις ΗΠΑ η εικόνα παρουσιάζεται καλύτερη, καθώς η ομοσπονδιακή τράπεζα έχει ανεβάσει πιο επιθετικά το δικό της επιτόκιο παρέμβασης, στο 5,25-5,50%, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 3,7% τον Αύγουστο, ενώ το ΑΕΠ παρουσίασε ρυθμό αύξησης 2,1% το δεύτερο τρίμηνο. 

Με άλλα λόγια, η ευρωζώνη χάνει συνεχώς οικονομικό έδαφος σε σχέση με τις ΗΠΑ, ενώ την ίδια στιγμή οι Ευρωπαίοι καταναλωτές έχουν απώλεια πραγματικού εισοδήματος λόγω της αύξησης των τιμών στα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αγοράζουν.

Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν κι εκείνες αύξηση κόστους στα προϊόντα και τις υπηρεσίες που αγοράζουν, με αποτέλεσμα, όσες δεν μπορούν να περάσουν την αύξηση στις τιμές πώλησης των αγαθών που εμπορεύονται, να έχουν απώλειες. Τα στοιχεία δείχνουν, όμως, ότι τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών έχουν αυξηθεί και ο πληθωρισμός σε είδη βασικής ανάγκης, όπως τα τρόφιμα αλλά και ενεργειακά αγαθά παραμένει υψηλότερος από τον γενικό τιμάριθμο. 

Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει ότι σε περιβάλλον πληθωρισμού οι εταιρείες περνούν αυξήσεις στις τιμές τους, ιδιαίτερα σε αγορές που ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί επαρκώς και κατ΄εξοχήν σε αγαθά τα οποία ο κόσμος δεν μπορεί να σταματήσει να αγοράζει, όπως τα τρόφιμα, τα καύσιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. 

Το φαινόμενο αυτό έχει ονομαστεί «πληθωρισμός της απληστίας» και το αποτέλεσμα είναι εμφανές στα εταιρικά κέρδη, τα οποία τα δύο τελευταία χρόνια βελτιώνονται, τόσο στην ευρωζώνη όσο και στις ΗΠΑ. 

Βέβαια, παρά την… ηθική καταδίκη και τη χρήση όρων όπως «απληστία» οι νομισματικές αρχές και οι κυβερνήσεις δεν λαμβάνουν μέτρα σε σχέση με την προσφορά των αγαθών, που παρέχονται από τις επιχειρήσεις. Και τούτο διότι υποτίθεται ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη λειτουργία των επιχειρήσεων είναι ο θεμέλιος λίθος της ελεύθερης αγοράς και του σύγχρονου καπιταλισμού. Το δόγμα εφαρμόζεται ακόμα και σε περιόδους όπως η σημερινή κατά την οποία οι εταιρείες σε κάποιους κλάδους ανεβάζουν τις τιμές συντονισμένα, έστω κι αν δεν υπάρχει απαραίτητα καταχρηστική συνεννόηση και καρτέλ. Απλά εκμεταλλεύονται τις συνθήκες και «βολεύονται» με την κατάσταση όσο αυτή διαρκεί. 

Έτσι, η προσπάθεια μείωσης του πληθωρισμού εστιάζεται στην πλευρά της ζήτησης. Οι κεντρικές τράπεζες ανεβάζουν το κόστος του χρήματος, για να μειώσουν την δυνατότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να καταναλώσουν, έτσι ώστε να μειωθεί η ζήτηση και να σταματήσει η άνοδος των τιμών. Οι παρενέργειες του συγκεκριμένου «φαρμάκου» για τον πληθωρισμό, ήτοι η στασιμότητα, η ύφεση και η φτώχεια που προκύπτουν φαίνεται ότι είναι προτιμότερες από το να γίνει παρέμβαση στην πλευρά της προσφοράς και να θιγούν τα επιχειρηματικά κέρδη. 

Βλέπουμε, όμως, στην πράξη ότι το σύστημα δεν αποδίδει, ιδιαίτερα στην ευρωζώνη, καθώς  και ότι τελικά τα σπασμένα τα πληρώνουν οι απλοί καταναλωτές και οι μικρότερες κυρίως επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν δύναμη στην αγορά όπως κατ΄εξοχήν οι μεγάλες εταιρείες και οι πολυεθνικές σε αρκετούς κλάδους. 

Πολλώ δε μάλλον που η ΕΚΤ παροτρύνει τις κυβερνήσεις να σταματήσουν και τις επιδοτήσεις προς τους πολίτες (όπως τα pass, στην Ελλάδα), διότι με τις ενισχύσεις αυτές οι τελευταίοι συνεχίζουν να… καταναλώνουν και οι τιμές δεν πέφτουν. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε τάσσεται και εναντίον των μισθολογικών αυξήσεων.

Είναι φανερό λοιπόν ότι η πολιτική που εφαρμόζει η κεντρική τράπεζα δημιουργεί χαμένους και κερδισμένους και ότι ο απλός εργαζόμενος πολίτης βρίσκεται στην τελευταία βαθμίδα της «τροφικής αλυσίδας».