Μεσαία τάξη αγάπη μου

του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου

 

Η ιστορία γράφεται από τους νικητές και το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες: Η μεσαία τάξη που δίνει το προβάδισμα θέλει σταθερότητα και τιμωρεί την παραμικρή υπόνοια αστάθειας ή περιπετειών. 

Η μεγάλη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη οφείλεται κυρίως στην κατάρρευση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ  και έδειξε την απήχηση που είχε το κυβερνητικό αφήγημα περί σταθερότητας σε μια κοινωνία που επιθυμεί διακαώς να «ξεχάσει» τα δεινά της τραυματικής μνημονιακής περιόδου. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του, που ήταν το τελευταίο από τα τρία κόμματα που κυβέρνησε επί μνημονίων, δεν κατάφερε να αποστασιοποιηθεί από το φορτίο της περιόδου εκείνης, πολλώ δε μάλλον που ο Αλέξης Τσίπρας δεν προχώρησε σε αλλαγές στο κόμμα, ώστε να χτίσει μια νέα «ταυτότητα», που να συνάδει με τους νέους στόχους. 

Το ενδιαφέρον είναι ότι μέσα σε ένα πολιτικό σκηνικό που τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ προσπαθούν να παραπέμψουν συνειρμικά στον Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκείνος που εφήρμοσε «Ανδρεο-Παπανδρεϊκή» πολιτική. Ήταν η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εκείνη που μοίρασε επιδόματα και παροχές, δεν  «ενόχλησε» το Δημόσιο και τους δημοσίους υπαλλήλους, δεσμεύτηκε ότι δεν θα ιδιωτικοποιήσει δημόσια αγαθά όπως το νερό και πολλά άλλα που παραπέμπουν σε «παλιές καλές εποχές» τις οποίες πολλοί νοσταλγούν. Ασφαλώς οι πολιτικές αυτές κατέστησαν δυνατές λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, αλλά το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. 

Γιαυτό και δεν πέτυχε η προεκλογική καμπάνια που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, η οποία βασίστηκε στο μοτίβο του 2014, καταγγέλοντας ανέχεια, ακρίβεια και ενεργειακή κρίση, τη στιγμή ακριβώς που τα προβλήματα είχαν αρχίσει να αμβλύνονται, ενώ προέβαλε εικόνες εξαθλίωσης. Προφανώς η μεσαία τάξη πιέζεται αρκετά, αλλά δεν είναι εξαθλιωμένη, ούτε αρέσκεται να την παρουσιάζουν έτσι. Οι επικοινωνιολόγοι που σκέφτηκαν να κάνουν αρνητική καμπάνια (αν υποθέσουμε ότι υπήρχε οργανωμένη καμπάνια) όταν ο αντίπαλος ξεδίπλωσε έναν επιστημονικά οργανωμένο επικοινωνιακό πλαίσιο σε έδαφος συντριπτικής μιντιακής υπεροχής  διέπραξαν «αυτοκτονία». Πολλώ δε μάλλον που τα ίδια τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν ενιαίο λόγο και εξέφραζαν συχνά συγκεχυμένες ή αντικρουόμενες απόψεις.

Το κερασάκι στην τούρτα ήταν οι δηλώσεις Κατρούγκαλου για τις εισφορές και της Θεανούς Φωτίου για τη «μεσαία τάξη με ετήσιο εισόδημα 5.000 ευρώ», οι οποίες υπενθύμισαν στη μεσαία τάξη, όλα αυτά που προσπαθεί να ξεχάσει. Πάλι καλά που δεν βγήκε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος να υπερασπιστεί την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης και το υπερπλεόνασμα για να ενισχυθούν τα φτωχότερα στρώματα. 

Με τα δεδομένα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ εισέρχεται σε υπαρξιακή κρίση και οδηγείται σε αναγκαστική σύγκρουση  με το ΠΑΣΟΚ για την ηγεμονία στο χώρο της Κεντροαριστεράς και για το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφήνοντας ελεύθερο γήπεδο στην κυβερνητική παράταξη.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης εκ του αποτελέσματος δικαιώνεται στη στρατηγική των αποστάσεων και από τα δύο κόμματα και διεκδικεί αυξημένο μερίδιο στο μεσαίο χώρο, πιθανότατα έχοντας μακροχρόνιο σχεδιασμό με σκοπό να ανταγωνιστεί τον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο εν όψει των εκλογών της 25ης Ιουνίου, αλλά και σε βάθος χρόνου, ως αντιπολίτευση στην επόμενη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Όλα αυτά, βέβαια, εφόσον προκύψει αυτοδυναμία για τη Ν.Δ. στις επόμενες εκλογές, γιατί διαφορετικά προκύπτουν άλλα σενάρια και θα προκύψουν πιέσεις για κυβερνητική συνεργασία. 

Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Ιουνίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εξασφαλίσει μεν σημαντικά περιθώρια κινήσεων και ένα είδος «λευκής κάρτας» όχι μόνο στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, αλλά και στο κόμμα του αφού ο ίδιος εξελίσσεται σε  ισχυρότερο «πολιτικό προϊόν» από τη Νέα Δημοκρατία. 

Το ζήτημα, όμως, είναι ότι αυτή η «λευκή κάρτα» δεν έχει απεριόριστη διάρκεια και πολλά θα εξαρτηθούν από την πολιτική που θα εφαρμοστεί στη συνέχεια, δεδομένου ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν θα έχει τα ίδια οικονομικά περιθώρια, ούτε τα ίδια κονδύλια, ούτε θα υπάρχει η δημοσιονομική χαλάρωση από την Ε.Ε. και η νομισματική στήριξη από την ΕΚΤ. 

Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης είναι μεν σημαντικά, αλλά το πεδίο στο οποίο σχεδόν υποχρεωτικά θα πρέπει να στραφεί η νέα κυβέρνηση είναι εκείνο των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων στις οποίες ομνύει, προφανώς στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, της μεταρρύθμισης του Κράτους και της Δικαιοσύνης, τις αλλαγές στην Παιδεία. 

Μεγάλες αλλαγές, δηλαδή, οι οποίες αφορούν πολλά «κεκτημένα» της μεσαίας τάξης και προϋποθέτουν είτε ευρείες  συναινέσεις είτε  συγκρούσεις. 

Εκεί θα δοκιμαστεί και το πολιτικό απόθεμα που έχει συσσωρεύσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ο ρόλος των οποίων θα είναι κρίσιμος, αλλά είναι πιθανόν ότι θα βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους.