Ο πληθωρισμός «παγώνει» το δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου

 

Ο ψηλός πληθωρισμός τα αλλάζει όλα. Και παρότι η κυβέρνηση ψάχνει πλέον απεγνωσμένα πηγές για να χρηματοδοτήσει μέτρα που να αντισταθμίζουν την ακρίβεια και, κυρίως, τη δυσφορία νοικοκυριών και επιχειρήσεων για τις ασύλληπτες αυξήσεις στο ρεύμα, η αύξηση του κόστους δανεισμού του κράτους και των αποδόσεων των ομολόγων στενεύει τα περιθώρια για κυβερνητικούς ελιγμούς και προεκλογικής… γενναιοδωρίας παροχές. Η αύξηση των επιτοκίων των ομολόγων δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά καθώς έχει το 4ο υψηλότερο χρέος στον κόσμο την αφορά πολλπλάσια από τις άλλες χώρες της ΕΕ

Ο πληθωρισμός ανατρέπει τα φιλόδοξα προγράμματα δανεισμού των χωρών της ΕΕ, που φέτος ενισχύονται και από την πρόθεσή τους να αυξήσουν τις εξοπλιστικές δαπάνες λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μάλιστα, η αναρρίχηση και σταθεροποίηση του πληθωρισμού πάνω από το 8% για πολλούς μήνες, αν όχι όλο τον χρόνο, σημαίνει επ’ αόριστον πάγωμα του προγράμματος  δανεισμού της χώρας ύψους 12-14 δισ. που είχε σχεδιάσει το υπουργείο Οικονομικών και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους.

 Γιατί; Γιατί οι αγορές ομολόγων στέλνουν μήνυμα ότι στις επόμενες εκδόσεις ομολόγων τα επιτόκια θα «δαγκώνουν». Ηδη η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έχει πλησιάσει το 3%, από το ιστορικό χαμηλό 0,5% τον περασμένο Αύγουστο. Και αυτό σημαίνει ότι αν στην πρώτη έξοδο της χρονιάς στις αγορές τον Ιανουάριο το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε επιτόκιο 1,8% (για  3 δισ. ευρώ του νέου δεκαετούς ομολόγου), μια δεύτερη έκδοση μέχρι τον Απρίλιο, όπως ήταν σχεδιασμένο, θα είχε σχεδόν διπλάσιο κόστος. Δηλαδή επιτόκιο πάνω από 3%.

Δεν είναι, βέβαια, εξαίρεση η Ελλάδα. Πριν δυο εβδομάδες η Πορτογαλία πλήρωσε κι αυτή με διπλάσιο επιτόκιο τη δεύτερη έξοδό της στις αγορές, ενώ ακόμη και η Γερμανία, που μέχρι τον περασμένο Δεκέμβριο είχε το προνόμιο του αρνητικού επιτοκίου- δηλαδή οι επενδυτές πληρώνανε «φύλακτρα» για να τοποθετήσουν τα λεφτά τους στα ασφαλή γερμανικά ομόλογα-, βλέπει πια την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου της να πλησιάζει τη μια ποσοστιαία μονάδα (0,841% σήμερα).

Η αύξηση των αποδόσεων είναι αναμενόμενη εξέλιξη σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού  που ωθεί τις κεντρικές τράπεζες αφενός να εγκαταλείπουν την μακρόχρονη νομισματική χαλάρωση, αφετέρου να προχωρούν σε αυξήσεις επιτοκίων, με πρώτη τη Fed.

Παρότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν πρόκειται να αυξήσει άμεσα τα μηδενικά εδώ και δέκα χρόνια επιτόκιά της, θεωρείται βέβαιο ότι θα το κάνει φέτος, πιθανά το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Κι αυτό γιατί θεωρεί το φρενάρισμα του πληθωρισμού πολύ σημαντικότερο από το πλήγμα που θα προκαλέσει στην ανάπτυξη το ακριβότερο χρήμα.

Οι αγοραστές κρατικών χρεών προεξοφλούν την επικείμενη αύξηση και τιμολογούν με «προκαταβολές» τα νέα ομόλογα που εκδίδουν οι χώρες. Και όσο πιο ψηλό χρέος έχει μια χώρα, τόσο ψηλότερη η «προκαταβολή». Ετσι, καθώς η αναβάθμιση του ελληνικού χρέους στην επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης, παρά τις «πλάτες» της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα, έχει επ’ αόριστον αναβληθεί, το υπουργείο Οικονομικών και ο ΟΔΔΗΧ θέλουν να αποφύγουν μια «λαχτάρα» σε επόμενη έξοδο στις αγορές. Εξ ου και η ματαίωση του σχεδιασμού για δεύτερη έξοδο στις αγορές στο πρώτο τρίμηνο του έτους.

Ο επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ Δημήτρης Τσάκωνας, μιλώντας προ ημερών στο 23o επενδυτικό forum Capital Link  στη Νέα Υόρκη, περιορίστηκε στην προβολή της έκδοσης του πρώτου κρατικού πράσινου ομολόγου 2,5 δισ. μέχρι το καλοκαίρι. Κατά πληροφορίες στο οικονομικό επιτελείο εξετάζεται το ενδεχόμενο να παγώσει μεγάλο μέρος από το υπόλοιπο πρόγραμμα δανεισμού, εφόσον διαμορφωθούν απαγορευτικές ή ασύμφορες συνθήκες. Υπάρχει η ασφάλεια του αποθεματικού των 39 δισ. ευρω, θυμίζουν, εκφράζοντας την ελπίδα ότι οι αποδόσεις θα εξομαλυνθούν μέχρι το καλοκαίρι, ιδιαίτερα αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για μια πολύ καλή σεζόν για τον ελληνικό τουρισμό, που υποτίθεται πως αποτελεί ισχυρό δείκτη για την ελληνική οικονομία.

Από την άλλη πλευρά, μια παρατεταμένη απουσία από τις αγορές υπό τον φόβο του αυξημένου επιτοκίου αξιολογείται αρνητικά από τα επενδυτικά κεφάλαια. Γι’ αυτό και στο οικονομικό επιτελείο εξετάζεται η εναλλακτική να ικανοποιηθεί η «όρεξή» τους μέσω swaps (συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων) πάνω σε μέρος των δανείων του δεύτερου μνημονίου, ή με κάποια ενδιάμεση μικρότερη έκδοση.

Το πολιτικό πρόβλημα που προκύπτει από τις- μικρές προς το παρόν- αναταράξεις στην αγορά χρέους είναι ότι περιορίζεται η χρηματοδοτική ευελιξία που θέλει η κυβέρνηση για να κρατά «ζεστό» το ασφυκτικά πιεσμένο από την ακρίβεια εκλογικό ακροατήριο.

Πέραν αυτού, η ελεγχόμενη προς το παρόν αύξηση του κόστους του κρατικού δανεισμού είναι μόνον ο πρόλογος αυτού που θα ακολουθήσει όταν η ΕΚΤ αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκιά της και να ακριβαίνει το χρήμα. Τα επιτόκια δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα μπουν σε κύκλο αυξήσεων, και ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού, ακριβότερου δανεισμού, χαμηλότερου διαθέσιμου εισοδήματος και μείωσης της ζήτησης θα ψαλιδίσουν κι άλλο την όποια ανάπτυξη αναμένεται.