«Πέφτει ξύλο» στην αγορά ομολόγων - Ακριβαίνει επικίνδυνα o κρατικός δανεισμός

Η τελευταία καλή είδηση για το πώς βλέπουν οι αγορές τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ήρθε τη Μεγάλη Παρασκευή (23/4), με την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και της πιστοληπτικής ικανότητάς της από την Standard &Poor’s (σε ΒΒ+, ένα βήμα πριν την επενδυτική βαθμίδα). Πράγμα που έσπευσε να χαιρετίσει περίπου ως… αναστάσιμο μήνυμα ο πρωθυπουργός. Δικαίως από μιαν άποψη, μια και η κίνηση της S&P κάνει πιο πιθανή την άνοδο των ελληνικών ομολόγων στην επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023, έπειτα από 12 χρόνια εξοβελισμού τους στα «σκουπίδια» ή στα υψηλού ρίσκου χρεόγραφα.

Το κοντέρ της απόδοσης τη μέρα της αναβάθμισης έγραφε για το δεκαετές ομόλογο έγραφε 2,8%. Σήμερα, δέκα μέρες μετά, το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου πλησιάζει το 3,5% (3,42%). Είναι το υψηλότερο επίπεδο από τον Μάιο του 2019, παραμονές των ευρωκλογών και των εκλογών που έδωσαν τη νίκη στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, με μια διακριτική εύνοια και από τις αγορές χρέους, που με εξαίρεση την περίοδο του πρώτου λοκντάουν της πανδημίας, έδειξαν σταθερό ενδιαφέρον για τα ελληνικά ομόλογα, ρίχνοντας την απόδοσή τους μέχρι το 0,24% τον περασμένο Αύγουστο. Μέσα στους οκτώ μήνες που μεσολάβησαν η απόδοση έχει υπερδεκαπλασιαστεί. Και πιθανότατα έπεται συνέχεια.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, που φέτος είχε προγραμματίσει να δανειστεί πάνω από 12 δις. ευρώ για να ενισχύσει το «μαξιλάρι» των 38 δις. και να χρηματοδοτήσει μέρος  του ενεργειακού κόστους, είχε αντιληφθεί αυτή τη δυσμενή τάση, που άλλωστε δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Στο ΟΔΔΗΧ και στο υπουργείο Οικονομικών έγιναν σκέψεις ακόμη και για πάγωμα του φετινού προγράμματος δανεισμού, το οποίο έχει όμως το ρίσκο ότι οι αγορές ομολόγων σε ξεχνάνε αν δεν τις «ταΐζεις» συχνά πυκνά. Γι’ αυτό κι έκαναν το πείραμα την περασμένη εβδομάδα με την επανέκδοση ενός επταετούς ομολόγου\ που τον Απρίλιο του 2020, πριν δυο χρόνια, είχε επιβραβευθεί με ένα επιτόκιο 2%. Τώρα πήγε πάνω από 2,5% και το ελληνικό δημόσιο κράτησε μόνο 1,5 δις. από τις προσφορές που έκαναν τα επενδυτικά κεφάλαια. Το πείραμα έδειξε ότι τα πράγματα σκουραίνουν με το κόστος δανεισμού.

Είναι μια μάλλον αναπόφευκτη και προβλέψιμη εξέλιξη. Παρά τα καλά λόγια κάποιων από τους οίκους αξιολόγησης- αλλά με χαρακτηριστική τη σιωπή της Moody’s που έχει αποφύγει τρεις φορές από τον περσινό Μάρτιο να πάρει θέση, κρατώντας την Ελλάδα τρία επίπεδα μακριά από την επενδυτική βαθμίδα-, οι εκτιμήσεις για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας μήνα με το μήνα επιδεινώνονται. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπέβαλε το υπουργείο Οικονομικών στις Βρυξέλλες προ ημερών περιλαμβάνει δυσμενές σενάριο με μέσο ετήσιο πληθωρισμό κοντά στο 8% και ανάπτυξη περιορισμένη στο 2,5%. Αν σκεφτεί κανείς ότι όλοι οι σχεδιασμοί του ΥΠΟΙΚ για το 2022 ξεκίνησαν με σενάριο πληθωρισμού περίπου 1% και αύξηση ΑΕΠ τουλάχιστον 4,5% αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι επενδυτές δεν πετάνε από λαχτάρα για τα ελληνικά ομόλογα, κι ας έχουν ακόμη τις πλάτες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όπως δεν πετάνε και για τα υπόλοιπα ομόλογα της Ευρωζώνης που οι αποδόσεις τους αυξάνονται σταθερά, με πρώτες αυτές των Ιταλικών που τρέχουν προς το 3%.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι το ελληνικό χρέος αξιολογείται ξανά πιο αυστηρά μετά και το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, ότι το κόστος του κρατικού δανεισμού μπαίνει σε τροχιά επικίνδυνης αύξησης, ότι εάν η ΕΚΤ αρχίσει από το καλοκαίρι τις αυξήσεις επιτοκίων θα αυξηθεί αι το κόστος του τραπεζικού δανεισμού και, τελικά, ότι για να χρηματοδοτήσει η κυβέρνηση την ανάσχεση της ενεργειακής ακρίβειας με τουλάχιστον 4,3 δισ. ευρώ φέτος, όπως προβλέπει η ίδια στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, θα χρειαστεί να βάλει χέρι στον «κουμπαρά» των 38 δισ. ευρώ, για την ακρίβεια στα περίπου 20 δισ. που δεν είναι δεσμευμένα από τον ESM ως εγγύηση εξυπηρέτησης του χρέους. Μικρό το κακό, μπορεί να πει κανείς, αλλά αν συνεχιστεί με αυτόν τον ρυθμό η πληθωριστική κρίση, το κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας θα αυξηθεί δυσάρεστα και με εξαίρεση τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, οι πόροι που απομένουν για στήριξη της ανάπτυξης γίνονται λιγότεροι, ακριβότεροι και για λιγότερους. Και μια μέτρια βάσει των σημερινών εκτιμήσεων ανάκαμψη εύκολα μπορεί να γυρίσει σε ύφεση.

ΙΟΒΕ: Μαύρα σύννεφα πάνω από την ελληνική οικονομία

Πλαφόν στις αυξήσεις της τιμής ρεύματος φέρνει η φθορά της κυβέρνησης και η πίεση της αντιπολίτευσης

Πηγή: politicus.gr