Θεοδωρόπουλος (ΣΕΒ): Να συνδεθεί ο Αναπτυξιακός με την αύξηση της παραγωγικότητας - Οι προτάσεις για τον Αναπτυξιακό

Η αύξηση της παραγωγικότητας που συνακόλουθα φέρνει αυξήσεις μισθών αποτελεί καταλύτη για την ανάπτυξη της οικονομίας η οποία βρίσκεται σε θετικό έδαφος, αλλά εξακολουθεί να ταλανίζεται από χρόνιες παθογένειες, σύμφωνα με το μήνυμα που έστειλε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος, κατά την μακροσκελή συνέντευξη τύπου, χθες, όπου παρουσιάστηκαν τα ευρήματα της ετήσιας έρευνας «Ο Σφυγμός του Επιχειρείν 2024-25» #SEVBusinessPulse που διεξήγαγε η MRB.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒ, η ευελιξία στην εργασία και η επένδυση στην τεχνολογική καινοτομία που φέρνει αυτοματισμούς στην παραγωγική διαδικασία είναι οι δύο καταλύτες που αυξάνουν την παραγωγικότητα και συνακόλουθα φέρνουν αυξήσεις μισθών.
«Δεν μπορούν να αυξηθούν οι μισθοί σε πραγματικούς όρους. Δεν θα αυξηθούν, αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα. Πρέπει να επενδύσουμε, οι εργαζόμενοι πρέπει να μας δώσουν καλύτερες μορφές ευελιξίας και εμείς να τους δώσουμε καλύτερους μισθούς» τόνισε ο κ. Θεοδωρόπουλος εστιάζοντας, παράλληλα και στα τρία βασικά ρίσκα της οικονομίας, την κλιματική κρίση, την καθυστέρηση μεταρρυθμίσεων και τη ρευστότητα στο διεθνές περιβάλλον.
Το σημείο στο οποίο εστίασε ο ίδιος και που αποτελεί κλειδί είναι η αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων είναι το μόνο που μπορεί να φέρει αύξηση των μισθών.
«Οι μισθοί στην Ελλάδα είναι πραγματικά χαμηλοί, αλλά για να λέμε αλήθειες, είναι χαμηλοί γιατί έχουμε χαμηλή παραγωγικότητα», επεσήμανε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος εξήγησε πως το βασικό πρόβλημα δεν είναι τόσο το επίπεδο των τιμών όσο η πολύ χαμηλή αγοραστική δύναμη που έχουν οι πολίτες.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ υπογράμμισε, πως «Για να λέμε την αλήθεια οι μισθοί είναι χαμηλοί επειδή έχουμε χαμηλή παραγωγικότητα παρότι το αναγνωρίζουμε και προσπαθούμε να βάλουμε σε συλλογικές συμβάσεις όλο και περισσότερους εργαζόμενους» τόνισε λέγοντας, όμως, ότι η Ελλάδα καταγράφει παραγωγή μόλις 38 ευρώ ανά ώρα εργασίας, έναντι 80 ευρώ στη Γερμανία και 151 ευρώ στη Δανία, υπογραμμίζοντας πως «αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα, θα προσπαθούμε να μοιράσουμε μια πίτα η οποία δεν είναι αρκετή».
Όπως τόνισε, το πρόβλημα της χαμηλής αγοραστικής δύναμης ή της ακρίβειας λύνεται μόνο με βελτίωση της παραγωγικής βάσης.
«Πρέπει να επενδύσουμε πρώτα εμείς οι επιχειρήσεις, που είμαστε ο βασικός παράγοντας, και οι εργαζόμενοι –που δεν είναι ο βασικός παράγων– να μας δώσουν μορφές ευελιξίας. Κι εμείς, με τη σειρά μας, να τους δώσουμε καλύτερες αμοιβές», κατέληξε.
Ειδικά δε σε σχέση με τις αλλαγές στην αγορά εργασίας ο κ. Θεοδωρόπουλος έκανε λόγο για την ανάγκη ύπαρξης ευελιξίας. Να σημειωθεί ότι με βάση πηγές του ΣΕΒ, η περσινή παρέμβαση, επί υπουργίας στο Υπ. Εργασίας, Αδ. Γεωργιάδη, για την 7ήμερη απασχόληση δεν έχει φέρει λύση μια και αφορά μόνο χαλυβουργίες, τσιμεντοβιομηχανίες κτλ αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλους κλάδους, όπως στη μεταποίηση τροφίμων, που παρουσιάζονται, κατά καιρούς σημαντικές ανάγκες.
Χαρακτηριστικά γίνεται, δε, λόγος για μαζικές παραγγελίες φέτας, στη βιομηχανία, από τις ΗΠΑ, ένεκα της προσπάθειας να αποφευχθούν οι δασμοί, πριν επιβληθούν, που ωστόσο, δεν μπορούν να διεκπεραιωθούν.
Για τη, δε, κάρτα εργασίας, ο κ. Θεοδωρόπουλος ανέφερε ότι ο ΣΕΒ από την πρώτη στιγμή στήριξε αυτή την πρωτοβουλία.
«Ήμασταν εξαρχής υπέρ της διαφάνειας και της νόμιμης καταβολής των αποδοχών. Η κάρτα εργασίας συνέβαλε σημαντικά στη μείωση του αθέμιτου ανταγωνισμού ανάμεσα σε νόμιμες και παράνομες επιχειρήσεις». Ο πρόεδρος του ΣΕΒ σημείωσε ότι παραμένει κρίσιμη η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, ιδιαίτερα στα τεχνικά επαγγέλματα. «Η κατάργηση των τεχνικών σχολών έχει αφήσει τεράστιο κενό», είπε.
Οι παρεμβάσεις για τον Αναπτυξιακό
Ο κ. Θεοδωρόπουλος έθεσε και τις παρεμβάσεις του ΣΕΒ για τον Αναπτυξιακό που βρίσκεται σε διαβούλευση και βαίνει προς ψήφιση στη Βουλή. Ειδικότερα, ο πρόεδρος του ΣΕΒ επεσήμανε ότι έχει γίνει σοβαρή προσπάθεια και υπάρχουν θετικές προθέσεις, όμως υπάρχουν και κρίσιμα σημεία που χρειάζονται επανεξέταση. «Ο Αναπτυξιακός είναι ένα σημαντικό εργαλείο, αλλά αυτό που βλέπουμε είναι μόνο το πλαίσιο. Οι ουσιαστικοί όροι καθορίζονται από τα επιμέρους καθεστώτα».
Όπως ανέφερε, πρέπει να υπάρχει αντικατάσταση του κριτηρίου των θέσεων εργασίας με δείκτες παραγωγικότητας. «Συμφωνούμε να αποτελεί κριτήριο για παραμεθόριες περιοχές. Όμως, στις σύγχρονες επενδύσεις, ο βασικός στόχος πρέπει να είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, που συχνά συνδέεται με τον αυτοματισμό, όχι αναγκαστικά με περισσότερες θέσεις εργασίας», υπογράμμισε.
Παράλληλα, εξέφρασε ανησυχία για την επιστροφή του ελέγχου των υπαγωγών στο κράτος. «Κάναμε βήματα προόδου με το Ταμείο Ανάκαμψης (ΤΑΑ), αλλά τώρα επιστρέφουμε σε χρονοβόρες διαδικασίες. Υπάρχουν πολλές επενδύσεις και λίγοι υπάλληλοι για να τις αξιολογήσουν», ανέφερε. Ως παράδειγμα έφερε το καθεστώς της βιομηχανίας, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2023, αλλά οι πρώτες επιχειρήσεις ενημερώθηκαν τον Ιανουάριο του 2025. «Δηλαδή με καθυστέρηση 22 μηνών. Αυτό δεν συνάδει με τις ταχύτητες που απαιτεί η επιχειρηματικότητα σήμερα», τόνισε.
Αναφορικά με τα θέματα χρηματοδότησης ο κ. Θεοδωρόπουλος ανέφερε: «Οι επιχειρήσεις λένε δεν έχουμε πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες, παρότι έχουν αυξήσει τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους, εξακολουθούν να χορηγούν δάνεια στις ΜμΕ με υψηλότερο κόστος». Παράλληλα, οι τράπεζες επισημαίνουν ότι περίπου το 1/3 των ΜμΕ έχει εκκρεμότητες με κόκκινα δάνεια, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη χρηματοδότησή τους. «Η επιχειρηματικότητα δικαιούται μια δεύτερη ευκαιρία», τόνισε.
Ο κ. Θεοδωρόπουλος, αναφερόμενος στη φορολογία των επιχειρήσεων, είπε ότι ο ΣΕΒ ζητά την άρση συγκεκριμένων επιβαρύνσεων που θεσπίστηκαν την περίοδο της κρίσης. «Η προκαταβολή φόρου για την επόμενη χρονιά είναι άδικη και επιβαρυντική για τις υγιείς και κερδοφόρες επιχειρήσεις», σχολίασε ο κ. Θεοδωρόπουλος. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στο πρόβλημα του αθέμιτου ανταγωνισμού.
Κρίσιμη παράμετρος το μέγεθος των επιχειρήσεων
Μια άλλη διάσταση, που αφορά τις αμοιβές αλλά και την εξέλιξη των επιχειρήσεων, που έθεσε ο κ. Θεοδωρόπουλος έχει να κάνει με το μέγεθος των επιχειρηματικών μονάδων.
Όπως σημείωσε, οι επιχειρήσεις καταβάλλουν προσπάθειες, ωστόσο οι προκλήσεις αυξάνονται, με τις μεσαίες επιχειρήσεις να δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. «Δεν διαθέτουν το μέγεθος των μεγάλων, ούτε την ευελιξία των μικρών», επεσήμανε χαρακτηριστικά, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι, «Δε σημαίνει ότι πρέπει να βγάλουμε τις μεσαίες εταιρείες από τη μέση. Στα μεγέθη, ομολογουμένως δεν τα έχουμε πάει καλά, παρά τις προσπάθειες. Σκοντάφτουμε», ανέφερε, αποτυπώνοντάς το κλίμα που επικρατεί με την παροιμία “μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα”.
«Πρέπει να ξεπεραστεί αυτή η αντίληψη. Να δημιουργήσουμε μεγαλύτερες επιχειρήσεις, που στήνουν δομές και συστήματα. Συμπληρώνω του χρόνου 50 χρόνια, στο επιχειρείν και βλέπω ότι είναι πολύπλοκο το περιβάλλον και οι μεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται», τόνισε. “Να ξεχωρίσουμε τις ΜμΕ, άλλο μικρές, άλλο μεσαίες. Δεν τοσυβαλιάζοναι μαζί. Οι μικρές έχουν πιο λίγα προβλήματα από τις μεσαίες. Οι πολύ μικρές βρίσκουν τον τρόπο, όπως και οι μεγάλες. Οι επιχειρήσεις που έχουν τζίρο μεταξυ 10 -25 εκατ βρίσκουν δυσκολίες χρηματοδότησης” είπε και προσέθεσε: “Το μεγάλο θέμα είναι η νοοτροπία. Προτιμούμε να έχουμε ένα μαγαζί με 30 άτομα προσωπικό παρά να έχουμε το 1% της Alpha Bank. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το καλλιεργήσουμε για να αλλάξει. Είναι προβλήματα που χρειάζονται ωρίμανση” τόνισε.
Πάντως, ο κ. Θεοδωρόπουλος τόνισε ότι «Πάντα προσπαθούσαμε να στηρίξουμε τις ΜμΕ -και τα τελευταία χρόνια, οι ίδιες οι επιχειρήσεις νιώθουν ότι μπορούν να βρουν στήριξη στον ΣΕΒ. Είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας και οφείλουμε να τις στηρίξουμε ουσιαστικά».
Η βιομηχανία πρώτη ως προς την πρόθεση αυξήσεων μισθών
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι με βάση την έρευνα του ΣΕΒ υπάρχει τάση αυξήσεων μισθών και στον δευτερογενή τομέα. Συγκεκριμένα, η βιομηχανία εμφανίζεται πρώτη, με το 79,4% των επιχειρήσεων να δηλώνει ότι θα αυξήσει τους μισθούς. Ακολουθούν οι κατασκευές, με 66,7%, και οι υπηρεσίες με 60,2%. Πάνω από τον μέσο όρο κινούνται επίσης οι κλάδοι μεταφορών/αποθήκευσης/ενέργειας, με 54,2%, καθώς και η ξενοδοχειακή και η εστίαση με 52,0%.
Στον αντίποδα, χαμηλότερα ποσοστά αυξήσεων αναμένονται στο εμπόριο (38,8%) και κυρίως στον κλάδο των πολύ μικρών επιχειρήσεων, που φαίνεται να αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες προσαρμογής.
Αναλυτικά, αναφορικά με το μέγεθος των επιχειρήσεων, προκύπτουν σημαντικές διαφοροποιήσεις:
- Στις μεγάλες επιχειρήσεις (άνω των 100 εργαζομένων), 8 στις 10 (80%) θα δώσουν αυξήσεις.
- Αντίθετα, στις μεσαίες επιχειρήσεις (50–99 άτομα), μόλις 1 στις 4 (25,1%) δηλώνει πρόθεση για αυξήσεις, με 42,3% να απαντά «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ».
- Οι μικρές επιχειρήσεις (10–49 άτομα) βρίσκονται πιο κοντά στον μέσο όρο, με 35,8% θετικές απαντήσεις και 39,1% αρνητικές.
- Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (1–9 άτομα) φτάνουν το 54,7% στο «ναι».
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους σχεδιάζουν αυξήσεις στους μισθούς (σ.σ. η έρευνα πραγματοποιήθηκε το διάστημα Φεβρουαρίου–Μαρτίου, πριν από την αύξηση του κατώτατου μισθού από 1ης Απριλίου), πρώτος λόγος με διαφορά είναι η επιβράβευση της απόδοσης των εργαζομένων, την οποία επικαλείται το 62,3% των επιχειρήσεων.
Ακολουθεί η ανάγκη διατήρησης προσωπικού ώστε να μη χαθεί στο πλαίσιο του ανταγωνισμού (47,4%), ενώ μόλις το 17,6% των επιχειρήσεων αναφέρει ως αιτία την αυξημένη παραγωγικότητα και την ενισχυμένη κερδοφορία.
Ποσοστό 16,4% δηλώνει ότι θα δώσει αυξήσεις επειδή υποχρεούται λόγω συλλογικών συμβάσεων, ενώ το 15,7% επικαλείται την ανάγκη να προσελκύσει νέα στελέχη ή ειδικότητες που απαιτούνται για τη λειτουργία της επιχείρησης.
Η ενέργεια «καίει» τις επιχειρήσεις
Κατά τη συνέντευξη τύπου, χθες, ο πρόεδρός του ΣΕΒ σχολίασε τα ευρήματα της έρευνας της MRB, όπου καταφαίνεται ότι το ενεργειακό κόστος αναδεικνύεται ως κυρίαρχο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις, ενώ ακολουθούν ζητήματα που στο παρελθόν βρίσκονταν στην κορυφή των ανησυχιών, όπως η φορολογία και οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, προσπάθησε να στείλει μήνυμα για το επείγον του ζητήματος αντιμετώπισης των ενεργειακών βαρών για τις επιχειρήσεις, με δεδομένη και τα όσα πράττουν άλλες χώρες.
Απαντώντας, μάλιστα, σε σχετική ερώτηση ο κ. Θεοδωρόπουλος παραδέχτηκε ότι τα συμφέροντα των μελών του Συνδέσμου μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να είναι αντικρουόμενα στο ζήτημα του ενεργειακού κόστους αλλά πρόσθεσε ότι οι μεγάλοι παραγωγοί ενέργειας είναι ταυτόχρονα και μεγάλοι καταναλωτές, κάτι που επιτρέπει στο Σύνδεσμο να καταλήγει σε κοινές θέσεις.
Σύμφωνα με την έρευνα οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, θέτουν το ενεργειακό κόστος στην κορυφή των ανησυχιών τους.
Συγκεκριμένα το 93,9% των μεσαίων επιχειρήσεων και το 78,1% των μικρών θεωρεί το ενεργειακό κόστος ως το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, ενώ ακολουθεί η φορολογία των επιχειρήσεων για το 86,8% των μεσαίων και το 82% των μικρών.
Οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές στην εργασία προβληματίζουν το 85,5% των μεσαίων και το 83,8% των μικρών. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι βασικές προκλήσεις είναι οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό σε ποσοστό 71,5%, η γραφειοκρατία κατά 69,6% και οι φόροι και ασφαλιστικές εισφορές στην εργασία κατά 68,9%.
«Το θέμα του ενεργειακού κόστους δεν είναι κάτι απλό και δεν είναι κάτι που αντιμετωπίζεται εντός των ελληνικών συνόρων» δήλωσε «Δεν αποφασίζουμε εδώ στην Ελλάδα» ανέφερε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι ο ΣΕΒ αναγνωρίζει πως στην Ελλάδα έχουμε πολύ υψηλό κόστος ενέργειας και έχει υποβάλει σχετικές προτάσεις στην κυβέρνηση. Υπενθύμισε ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναλάβει πρωτοβουλία υποβάλλοντας προτάσεις στις Βρυξέλλες αλλά δυστυχώς όπως είπε, η προσπάθεια δεν καρποφόρησε.