Τι δείχνει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών - Ωρολογιακή βόμβα στην ελληνική οικονομία

Γράφει ο Κώστας Μελάς
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ , την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2025, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που καταγράφει τη διαφορά μεταξύ των εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών, υπηρεσιών, εισοδημάτων και μεταβιβάσεων μιας χώρας με το εξωτερικό, αυξήθηκε κατά 322,1 εκατ. ευρώ σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του 2024 και διαμορφώθηκε σε 6,6 δισ. ευρώ.
Σε σχέση με το ΑΕΠ, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε στο 6,4% του ΑΕΠ. Οι εκτιμήσεις της ΤτΕ υπολογίζουν για το 2025 μείωση στο 5,8% σε αντίθεση με τις αντίστοιχες της ΕΕ που θεωρούν ότι το έλλειμμα θα παραμείνει στο 6,4%.
Ανεξαρτήτως των εκτιμήσεων η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει εκσφενδονίσει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε πολύ υψηλά ποσοστά του ΑΕΠ την περίοδο που κυβερνά την χώρα: ετήσιος μέσος όρος 8,4% ΑΕΠ. Τουλάχιστον 5 μονάδες του ΑΕΠ υψηλότερα από τη διετία 2018-19.

Γράφημα 1: Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ: Το γράφημα αποτυπώνει τα διαχρονικά ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που κυμαίνονται από -0,8% έως -10,3% του ΑΕΠ. Η χειρότερη επίδοση καταγράφηκε το 2022 λόγω του ενεργειακού σοκ, ενώ το 2024 το έλλειμμα παραμένει υψηλό στο -6,4% του ΑΕΠ. Οικονομική σημασία: Τα διαρκή ελλείμματα υποδηλώνουν ότι η Ελλάδα καταναλώνει και επενδύει περισσότερα από όσα παράγει, αυξάνοντας την εξάρτηση από εξωτερική χρηματοδότηση. Με εξωτερικό χρέος που φθάνει το 246% του ΑΕΠ, η χώρα παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικούς κραδασμούς και πιέσεις ρευστότητας
Το γνωστό αφήγημα της κυβέρνησης και των συνοδοιπόρων της ότι η ελληνική οικονομία έχει υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης από το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, (που οφείλεται σε μέγιστο βαθμό στο ότι η ελληνική οικονομία στα προηγούμενα δέκα έτη απώλεσε περίπου το 25,0% του ΑΕΠ και επομένως τείνει να αναπληρώσει γρηγορότερα από τις άλλες οικονομίες το κενό λειτουργώντας και σε έντονα υποβοηθητικό περιβάλλον : έκτακτοι πόροι από ΕΕ, δαπάνες πάνω από 64 δις λόγω πανδημίας κτλ) και συνεπώς όλα πηγαίνουν στο σωστό δρόμο , θα πρέπει να συμπεριλάβει και τις μακροοικονομικές επιδόσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών , στον πληθωρισμό, στο ύψος των επιτοκίων κτλ.

Γράφημα 2: Σύγκριση Ελλάδας με Ευρωζώνη (2015-2024): Η αντιπαραβολή αναδεικνύει τη δομική απόκλιση μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης, με την τελευταία να διατηρεί πλεονάσματα 2,3-2,8% του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, ενώ η Ελλάδα εμφανίζει συστηματικά ελλείμματα. Η μέση απόκλιση την περίοδο 2015-2024 φθάνει τις 6,98 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Η ασυμμετρία αυτή αντικατοπτρίζει τις διαφορές ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας εντός της νομισματικής ένωσης. Ενώ η ευρωζώνη συνολικά επωφελείται από εξαγωγικά πλεονάσματα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει έλλειμμα που περιορίζουν τις δυνατότητες ανάπτυξης και απαιτεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών (εμπορικό έλλειμμα, που δείχνει τη διαφορά μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών αγαθών) υποχώρησε οριακά, λόγω της σχεδόν ισόποσης μείωσης τόσο των εξαγωγών όσο και των εισαγωγών. Σε τρέχουσες τιμές, οι εξαγωγές συρρικνώθηκαν κατά 5,4% (-1,0% σε σταθερές τιμές) και οι εισαγωγές κατά 3,2% (-2,3% σε σταθερές τιμές). Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα παρουσίασαν αύξηση κατά 3,0% και οι αντίστοιχες εισαγωγές άνοδο κατά 1,4% (4,7% και 0,5% σε σταθερές τιμές αντίστοιχα).
Το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών συρρικνώθηκε, κυρίως λόγω της επιδείνωσης του ισοζυγίου μεταφορών και, σε μικρότερο βαθμό, της μείωσης του πλεονάσματος του ισοζυγίου λοιπών υπηρεσιών, που αντισταθμίστηκε έως ένα βαθμό από τη βελτίωση του ταξιδιωτικού ισοζυγίου. Σε σχέση με το πρώτο τετράμηνο του 2024, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 5,8% και οι σχετικές εισπράξεις κατά 10,6%.
Το ισοζύγιο πρωτογενών εισοδημάτων κατέγραψε πλεόνασμα, έναντι ελλείμματος την αντίστοιχη περίοδο του 2024, λόγω της μείωσης των καθαρών πληρωμών για τόκους, μερίσματα και κέρδη, αλλά και της αύξησης των καθαρών εισπράξεων από λοιπά πρωτογενή εισοδήματα. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων ελαττώθηκε έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2024, λόγω της υποχώρησης των καθαρών εισπράξεων στους λοιπούς, εκτός της γενικής κυβέρνησης, τομείς της οικονομίας, καθώς και της αύξησης των καθαρών πληρωμών στον τομέα της γενικής κυβέρνησης.