Trickle-down economics και άλλα δεινά…

Τα τελευταία χρόνια, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε τοπικό επίπεδο, μια νοσταλγία για τη δεκαετία του ’80, που είναι αλήθεια μας έδωσε μερικές μοναδικές στιγμές και εμπειρίες, φαίνεται να έχει κυριεύσει τον κόσμο με αναφορές στη μουσική, στη μόδα, στον κινηματογράφο ακόμα και στην πολιτική.
Του Κωνσταντίνου Βαλσαμάκη
Στην Ελλάδα, στο πολιτικό επίπεδο, η δεκαετία του ’80 αναμφίβολα σημαδεύτηκε από την είσοδο της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ. Η δεκαετία του ’80 όμως είναι η δεκαετία της «Αλλαγής», που έφερε μαζί της ορισμένα ορόσημα της σύγχρονης ιστορίας της χώρας, όπως τη δημιουργία του ΕΣΥ, τα περίφημα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) «απόγονος» των οποίων σήμερα είναι το γνωστό ΕΣΠΑ, ένα σύγχρονο για την εποχή οικογενειακό δίκαιο που ήταν απαραίτητο, τη θεμελίωση των εργασιακών δικαιωμάτων και του συνδικαλισμού που σήμερα βρίσκονται στο στόχαστρο αλλά και πολλά άλλα που δεν χωρούν σε μερικές γραμμές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Στη διεθνή σκηνή, η δεκαετία του ’80 ήταν η δεκαετία του (αμφιλεγόμενου πλέον) Michael Jackson και της Madonna, η δεκαετία με τις… βάτες στα σακάκια και τα εντυπωσιακά γυναικεία χτενίσματα, η δεκαετία του Rocky, αλλά και δυστυχώς η δεκαετία που έφερε τον εφιάλτη του AIDS, την ξέφρενη κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών και, τελικά, το τέλος του «διπολικού κόσμου» και του Ψυχρού Πολέμου με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την επικράτηση των ΗΠΑ και του αγγλοσαξονικού νεοφιλελευθερισμού. Στο πλαίσιο αυτό ήταν και η δεκαετία που σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από το αποτύπωμα δύο πολιτικών. Ronald Reagan στις ΗΠΑ και Margaret Thatcher στην Αγγλία, με τις πολιτικές που ακολούθησαν κυρίως στην οικονομική και στην κοινωνική/προνοιακή πολιτική, άλλαξαν και επηρέασαν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, εντός και εκτός των χωρών τους, όσο λίγοι το κατάφεραν τον 20ο αιώνα σε καιρό ειρήνης και συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση ενός οικονομικού δόγματος που κυριαρχεί, αν και κλονιζόμενο από τις διαδοχικές κρίσεις, μέχρι και σήμερα.
Τα trickle-down economics;
Μια από τις πιο εξόφθαλμες και προκλητικές προσπάθειες εύνοιας των υψηλών εισοδημάτων, με το πρόσχημα της διάχυσης της ευημερίας των «από επάνω» και στους «από κάτω», είναι η θεωρία των λεγόμενων «trickle-down economics» (οικονομικά της προσφοράς δηλαδή) που … άνθησαν και επικράτησαν τη δεκαετία του 80’ και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού (οι όροι «Reaganomics» και «Thatcherism» επί της ουσίας περιγράφουν την εφαρμογή αυτής της θεωρίας).
Η θεωρία «trickle-down economics» συνοψίζεται στη σκέψη ότι, αν μειωθούν οι φόροι των επιχειρήσεων και οι πλούσιοι φορολογηθούν λιγότερο, θα εκκινήσει γρηγορότερα η διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης. Πώς; Πολύ απλά, αυτές οι μειώσεις φόρων δεν θα είναι επιπλέον καθαρό κέρδος των πλουσίων και των επιχειρήσεων, αλλά θα μετατραπούν σε επενδύσεις, που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη, περισσότερες δουλειές και επομένως ευημερία για το σύνολο της κοινωνίας. Αυτή είναι σίγουρα μια εξαιρετικά ωφέλιμη πρακτική για τους «έχοντες», αλλά πολύ δύσκολα θα βρεθούν επιχειρήματα για να πειστούν τα πιο αδύναμα στρώματα της κοινωνίας ότι η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και των πλουσίων γενικότερα είναι και προς δικό τους όφελος, αφού κάτι τέτοιο σημαίνει την ταυτόχρονη μείωση του κράτους πρόνοιας και των ποιοτικών παροχών που ο πολίτης πρέπει να λαμβάνει όπως για παράδειγμα δημόσια υγεία, επιδόματα πρόνοιας, δωρεάν παιδεία κλπ.
Τη δεκαετία του ‘80, στο Ηνωμένο Βασίλειο της Thatcher που ακολούθησε την παραπάνω στρατηγική, το βιοτικό επίπεδο του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού παρέμενε το ίδιο φτωχό ενώ το πλουσιότερο κομμάτι της κοινωνίας γινόταν όλο και πλουσιότερο, με αποτέλεσμα οι ανισότητες να αυξηθούν. Ομοίως, και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού της δεκαετίας του 80΄, οι πολιτικές των «Reaganomics» κατέληξαν στην αύξηση των ανισοτήτων και στη μείωση του κατώτατου μισθού.
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα νεοφιλελεύθερης πολιτικής στον τομέα της πρόνοιας, είναι ίσως η αντιμετώπιση που επεφύλαξε ο Ronald Reagan για τους ψυχικά νοσούντες στις ΗΠΑ. Αμέσως μετά την εκλογή του το 1980 και την επίσημη ανάληψη καθηκόντων τον Ιανουάριο του 1981, σε μια προσπάθεια μείωσης των κρατικών δαπανών, ο (Ρεπουμπλικάνος) Reagan ακύρωσε την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση των προγραμμάτων ψυχικής υγείας, που ο (Δημοκρατικός) προκάτοχός του JimmyCarter είχε αποφασίσει, αφήνοντας ουσιαστικά χωρίς φροντίδα χιλιάδες Αμερικανούς, κάτι που αύξησε τον αριθμό των αστέγων στις ΗΠΑ με ό,τι αυτό συνεπάγεται στα επίπεδα εγκληματικότητας, χρήσης ναρκωτικών κλπ.
Σήμερα ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ Joe Biden, βαδίζοντας στα βήματα του κεϋνσιανισμού (των οικονομικών της ζήτησης δηλαδή), εξακολουθεί να μας εκπλήσσει ευχάριστα με τις πρωτοβουλίες του. Μεταξύ άλλων ανακοίνωσε το διπλασιασμό του ωρομίσθιου των εργαζομένων, έλαβε μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid19 (ο προκάτοχός του ήταν πολύ πιο… χαλαρός σε αυτό το θέμα) ενώ παράλληλα εξετάζει τρόπους για την απελευθέρωση της πατέντας των εμβολίων, ανακοίνωσε τη δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση σε δημόσια κολέγια και πανεπιστήμια για οικογένειες με ετήσιο εισόδημα χαμηλότερο των 125.000 δολαρίων (τα λεγόμενα student loans αποτελούν μια τεράστια πληγή της αμερικανικής κοινωνίας που μπορεί να οδηγήσει στην επόμενη μεγάλη οικονομική κρίση), προωθεί την αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις στο 28% από 21% που μειώθηκε επί προεδρίας Donald Trump (σε μια λογική προσέλκυσης επενδύσεων βασισμένη στα «trickle-down economics», που όμως δεν απέδωσε τα αναμενόμενα), πρότεινε ειδικό φόρο για τις εταιρείες με ετήσια έσοδα άνω των δύο δισ. δολαρίων, ενώ προτείνει και την καθιέρωση κατώτατου φορολογικού συντελεστή σε παγκόσμιο επίπεδο για τις μεγάλες επιχειρήσεις, ώστε να ανακοπεί η «βουτιά της φορολόγησης των εταιρειών σε διεθνές επίπεδο».
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα λεγόμενα και “Bidenomics”, φαίνεται να έχουν ήδη τις πρώτες «θετικές παρενέργειες» για την παγκόσμια οικονομία. Οι υπουργοί οικονομικών των G7 (των επτά δηλαδή ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου) συμφώνησαν πριν λίγες μέρες στη φορολόγηση μεγάλων πολυεθνικών και ψηφιακών κολοσσών όχι στην έδρα τους, αλλά στις χώρες όπου κάνουν τους υψηλότερους τζίρους, κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και ως μια κανονική …φορολογική επανάσταση. Πλέον, η φοροαποφυγή για τους μεγάλους πολυεθνικούς κολοσσούς θα είναι δυσκολότερη και η φορολόγησή τους στις χώρες που κυρίως δραστηριοποιούνται φαντάζει ως δικαιότερη.
Μια ματιά στη σημερινή, μετά Covid19, κατάσταση στη χώρα μας
Σήμερα, για πρώτη φορά μετά από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008, ο πληθωρισμός της ζώνης των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ (που αποτελούν περίπου το 60% της παγκόσμιας οικονομίας) παρουσιάζει αυξητική τάση και καταγράφεται τον Απρίλιο του 2021 στο 3,3%, ενώ και στην Ευρωζώνη φαίνεται να παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο. Αυτό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα έλλειψης πρώτων υλών και προϊόντων η οποία παρατηρείται τους τελευταίους μήνες για διάφορους λόγους (για παράδειγμα έλλειψη σε μικροεπεξεργαστές που δημιουργεί προβλήματα στην παραγωγή αυτοκινήτων, έλλειψη σε καύσιμα λόγω… έλλειψης οδηγών βυτιοφόρων κλπ.) και της ανόδου των τιμών τους, αλλά μέχρι στιγμής οι αξιωματούχοι του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ και της EE θεωρούν ότι δεν πρέπει να μας ανησυχεί ως φαινόμενο και ότι είναι μάλλον «συγκυριακό». Βέβαια, στη χώρα μας ο πληθωρισμός είναι -0,3% αλλά αφενός αυτός είναι ο συνολικός πληθωρισμός και πρέπει να εξεταστούν και οι επί μέρους πληθωρισμοί – πχ πληθωρισμός τροφίμων και άλλων βασικών ειδών – αφεταίρου τέτοιου είδους μεγέθη στην Ελλάδα συνήθως ακολουθούν την τάση του εξωτερικού με μια χρονική υστέρηση.
Μέρος της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα, περιστρέφεται γύρω από το Ταμείο Ανάκαμψης και δικαίως, αφού τα 30+ δισ. ευρώ που φέρνει στην ελληνική οικονομία είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητα και χαρακτηρίζονται ως η μεγάλη ευκαιρία της χώρας. Έχει όμως σημασία να ειπωθεί ότι περίπου 13 δισ. από αυτά τα κεφάλαια, θα είναι υπό τη μορφή δανειοδοτήσεων από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες (με την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα να έχει μάλλον περιορισμένο ρόλο). Σύμφωνα όμως με πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες απορρίπτουν τα αιτήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για δάνειο, σχεδόν σε τριπλάσιο ποσοστό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσον όρο. Με δεδομένο ότι οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πάνω από 800.000 στην ελληνική οικονομία και απασχολούν ούτε λίγο ούτε πολύ το 67% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας, φαίνεται ότι η απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι τουλάχιστον προβληματική για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας της χώρας. Παράλληλα όμως και το πεδίο των επιδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης είναι μάλλον απαγορευτικό για τους μικρομεσαίους, αφού αυτό θα κατευθυνθεί σε μεγάλα έργα και ΣΔΙΤ όπου οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση. Κατ’ επέκταση και προκειμένου να μην κατευθυνθούν προς συγκεκριμένους «γνωστούς προορισμούς» οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, η Πολιτεία με τους μηχανισμούς της οφείλει να ρυθμίσει το τοπίο και να ισορροπήσει την κατάσταση.
Ταυτόχρονα, η ατζέντα των ημερών περιλαμβάνει την πλήρη αλλαγή του θεσμικού πλαισίου της εργατικής νομοθεσίας, με τρόπο που επί της ουσίας μειώνει τις απολαβές των μισθωτών (με την αντικατάσταση των αμειβόμενων υπερωριών με επιπλέον άδεια/ρεπό) και εδώ πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο. Η κατανάλωση των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι περίπου ίση με το 65% του ΑΕΠ της χώρας, σε σχέση με περίπου 52% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, με άλλα λόγια η ελληνική οικονομία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση, κάτι που φάνηκε ανάγλυφα και κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης 2010-2018, όταν η κατανάλωση καταποντίστηκε, συμπαρασυρόμενη από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Συνεπώς, μια μείωση των μισθών μέσω της αντικατάστασης των (αμειβομένων) υπερωριών με επιπλέον άδεια/ρεπό, θα έχει σημαντική αρνητική επίδραση στην κατανάλωση, ενδεχομένως δε και με πολλαπλασιαστικά αρνητικά αποτελέσματα, αφού το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα θα μειωθεί κάτι που νομοτελειακά οδηγεί τους καταναλωτές σε ακόμα μεγαλύτερες περικοπές των δαπανών τους. Μάλιστα, το δεδομένο αυτό αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι οι υπερωρίες αφορούν κυρίως χαμηλόμισθους εργαζόμενους για τους οποίους αυτό το πρόσθετο εισόδημα μπορεί πραγματικά να «κάνει τη διαφορά».
Στο πεδίο της φορολόγησης, μια σειρά από νέα μέτρα έχουν σαν στόχο τη μείωση της φορολόγησης, κάτι που δεν ακούγεται απαραίτητα κακό (το καλύτερο παράδειγμα άλλωστε είναι η προκαταβολή φόρου) -αν και πρέπει να συνυπολογιστούν πολλοί παράγοντες και με κριτήρια συνολικής οικονομικής και κοινωνικής ωφελιμότητας και βιωσιμότητας- αλλά οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε στο πλαίσιο της νέας πραγματικότητας και φυσικά σε σχέση με το σημείο του οικονομικού κύκλου που βρίσκεται η χώρα. Η αναστολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα για το έτος 2022, εκτός του ότι εγείρει ερωτηματικά για τη διαφορετική αντιμετώπιση που επιφυλάχθηκε για τους εργαζομένους του δημόσιου τομέα και τους συνταξιούχους, είναι μια απόφαση που έχοντας ισχνά οφέλη για τη μεγάλη μερίδα εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα με χαμηλές και μέσες αποδοχές, αλλά σημαντικά οφέλη για τα ανώτερα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, αναμένεται να πλήξει το κράτος πρόνοιας και είναι προπομπός δυσάρεστων εξελίξεων για αυτόν τον τομέα, όπως άλλωστε μας είχε προετοιμάσει και η έκθεση Πισσαρίδη. Ταυτόχρονα, η νέα μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από 24% σε 22%, είναι μια απόφαση κόντρα στο πνεύμα της εποχής και προσκολλημένη στις πρακτικές της θεωρίας των «trickle-down economics», που όπως αποδείχθηκε όμως δεν είναι αποτελεσματικές. Στο ίδιο πνεύμα κινείται η σκέψη, όπως εκφράζεται από κυβερνητικές πηγές, για τερματισμό του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, ενός φόρου που αφορά σε περιουσίες αντικειμενικής αξίας μεγαλύτερης των 250.000 ευρώ.
Κι όλα αυτά σε μια συγκυρία που η φορολόγηση των πραγματικά υψηλών εισοδημάτων και περιουσιών εξακολουθεί να αποδεικνύεται, όπως διαχρονικά συμβαίνει, πολύ δύσκολο έργο, αφού σε πολλές περιπτώσεις βρίσκονται σε τράπεζες του εξωτερικού ή …κάτω από ξένη σημαία, αν και την ίδια στιγμή το 2020 πουλήθηκαν και ταξινομήθηκαν στην Ελλάδα 106 Porsche (και 4 Bentley και 1 Maserati).
Τι πρέπει να γίνει;
Η κατεύθυνση των πολιτικών της Πολιτείας δεν πρέπει να είναι άλλη από την υποστήριξη των πολιτών της, για τους οποίους άλλωστε πρέπει να εργάζεται. Τα εργαλεία κάθε φορά μπορεί να είναι διαφορετικά αλλά η στόχευση δεν πρέπει να αλλάζει, η υποστήριξη των αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας και η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους σε ένα πλαίσιο εγγύησης της κοινωνικής ευημερίας, οφείλουν να είναι οι βασικές προτεραιότητες της Πολιτείας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το ότι αυτό συχνά δεν συμβαίνει είναι ότι από το ξέσπασμα της πανδημίας, το Δεκέμβριο του 2019, ο συνολικός πλούτος των 651 δισεκατομμυριούχων των ΗΠΑ έχει αυξηθεί περισσότερο από 1 τρισ. δολάρια, φτάνοντας στα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια στις αρχές Δεκεμβρίου του 2020, την ίδια στιγμή που οκτώ εκατομμύρια Αμερικανοί πολίτες έπεσαν κάτω από το όριο της φτώχειας, και αυτό πρέπει να αλλάξει. Η Αμερική, όμως πλέον, μοιάζει να έχει καταλάβει την ανάγκη αυτής της αλλαγής και να έχει μπει στο δρόμο της κοινωνικής δικαιοσύνης και της υποστήριξης των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν ανάγκη, αφού όπως αποδεικνύεται και από πρόσφατες έρευνες τα «trickle-down economics δεν δουλεύουν».
Μένει να δούμε σε ποιο βαθμό η δική μας χώρα και η σημερινή κυβέρνηση έχει κατανοήσει τη σημασία της κατάστασης και αν θα κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση.
*Ο Κωνσταντίνος Βαλσαμάκης, ΜΒΑ, MSc, είναι απόφοιτος Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, μέλος του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
Πηγή: www.rosa.gr