Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Διαχειρίσιμο σε μεσο-μακροπρόθεσμη βάση το ελληνικό χρέος

Διαχειρίσιμο μεσομακροπρόθεσμα χαρακτηρίζει το δημόσιο χρέος το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, με βάση την σύνθεση του, τις χρηματοδοτικές ανάγκες, τον μέσο χρόνο αποπληρωμής και το διεθνές περιβάλλον.

Σε γνώμη του για την βιωσιμότητα του χρέους που δόθηκε στην δημοσιότητα, τονίζεται ότι προ της πανδημίας η καλή δημοσιονομική πορεία της χώρας και η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης είχαν θέσει το χρέος σε πτωτική πορεία.

Παράλληλα, υλοποιήθηκε με επιτυχία στρατηγική διαχείρισης του δημοσίου χρέους που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την ομαλοποίηση του προφίλ λήξεως των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου και τη δημιουργία σημαντικού ταμειακού διαθεσίμου ασφαλείας (έφτασε τα 38,6 δισ. ευρώ), το οποίο εδραίωσε την εμπιστοσύνη των παραγόντων των διεθνών κεφαλαιαγορών.

Σε ό,τι αφορά στα επόμενα έτη, καθοριστική αναμένεται να είναι η αναπτυξιακή επίδραση των "πόρων" που θα διοχετευτούν στην ελληνική οικονομία, κυρίως μέσω του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου περιόδου 2021-2027, καθώς και του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ, οι οποίοι αναμένεται να συμβάλουν στην καθοδική πορεία του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μετά το 2021, λόγω των υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον:

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον:

α) η υφιστάμενη σύνθεση του ελληνικού χρέους,

β) το ύψος των Ακαθάριστων Χρηματοδοτικών Αναγκών (GFN) σε όρους ΑΕΠ και

γ) η διατήρηση χαλαρής νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ,

μπορούν να διασφαλίσουν σε μεγάλο βαθμό την ομαλή διαχείριση του ελληνικού χρέους και την τάση για ισχυρή αποκλιμάκωση του λόγου δημοσίου χρέους/ΑΕΠ μετά το 2021.

Η σύνθεση του χρέους

Σε ότι αφορά την σύνθεση του ελληνικού δημόσιου χρέους η έκθεση του ΕΔΝ μετά την αναδιάρθρωσή του, περιλαμβάνει χαμηλότοκα δάνεια πολύ μακράς διάρκειας που έχουν χορηγηθεί μέσω του GLF, EFSF και του ESM τα οποία αντιστοιχούν στο 72% του συνολικού δημοσίου χρέους.

Αν προστεθούν σε αυτό τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (2%), τα ποσά των ANFA’s και SMP (2%), καθώς και αυτά που έχουν ληφθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και μέσω του προγράμματος SURE για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης (3%), τότε το συνολικό ποσοστό του ελληνικού δημοσίου χρέους που κατέχει ο επίσημος (official) τομέας ανέρχεται στο 79% του συνόλου.

Συνεπώς, το ποσοστό των τίτλων του ελληνικού Δημοσίου που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας δεν ξεπερνά το 21% (ομόλογα 18% και έντοκα γραμμάτια 3%) επί του συνολικού δημοσίου χρέους. Το γεγονός αυτό μεταφράζεται σε πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του. Ο συνδυασμός χαμηλών επιτοκίων που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή οικονομία και του σχετικά μικρού όγκου των διαπραγματεύσιμων τίτλων ελληνικού χρέους στις κεφαλαιαγορές (δεν ξεπερνά τα 65 δισ. ευρώ) έχει ως αποτέλεσμα τα περιθώρια αύξησης του κόστους του.

Οι Ακαθάριστες Χρηματοδοτικές Ανάγκες (GFN)

Σε ό,τι αφορά τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες η έκθεση σημειώνει ότι με εξαίρεσητο τρέχον έτος, όπου οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβούν προσωρινά το 15% του ΑΕΠ, δεδομένου των προβλέψεων για πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 7,2% του ΑΕΠ και αν συνυπολογισθεί, το ευνοϊκό επιτοκιακό περιβάλλον, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) για την επόμενη δεκαετία προβλέπεται να παραμένουν κάτω από το 15%, του ΑΕΠ.

Παράλληλα η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους αλλά και η συνεχής εκδοτική παρουσία του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, ομαλοποίησαν το προφίλ λήξεως του δημοσίου χρέους. Πλέον, το χρονοδιάγραμμα λήξεως του χρέους της κεντρικής διοίκησης εκτείνεται έως το 2070 και η μέση υπολειπόμενη διάρκεια του χρέους διαμορφώνεται στα 20 περίπου έτη. Συνέπεια αυτού είναι οι ανάγκες εξυπηρέτησης του υφιστάμενου δημοσίου χρέους σε όρους χρεολυσίων να έχουν μειωθεί σημαντικά και να μην ξεπερνούν τα 11,5 δισ. ευρώ ετησίως, έως το 2070.

Νομισματική πολιτική ΕΚΤ

Τονίζεται τέλος ότι τα έκτακτα μέτρα που εφάρμοσε η ΕΚΤ στην περίοδο της κρίσης, συγκράτησαν τα επιτόκια των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου χαμηλά και μείωσαν σημαντικά τη μεταβλητότητά τους. Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ εν μέσω της πανδημικής κρίσης, κυρίως μέσω του Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP) και η αποδοχή των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αυτό, διαμόρφωσε εκ νέου ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες. Τα περιθώρια των επιτοκίων μειώθηκαν σημαντικά, με θετικό αντίκτυπο στην ελληνική χρηματοπιστωτική αγορά και το τραπεζικό σύστημα.

Τον Δεκέμβριο του 2020, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κατά της πανδημίας της ΕΚΤ επεκτάθηκε στα 1,85 τρισ. ευρώ και η αξία των ελληνικών τίτλων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα αντιστοιχούσε σε 20 δισ. ευρώ, διευκολύνοντας μέσω της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων δανεισμού που προκλήθηκε, την πρόσβαση της χώρας στις αγορές. Παράλληλα η ΕΚΤ έκανε κατ' εξαίρεση δεκτά τα ελληνικά ομόλογα στις πράξεις νομισματικής πολιτικής, γεγονός που επέτρεψε την αποδοχή τους ως ενέχυρο για τη χορήγηση δανείων στις εμπορικές τράπεζες, και επομένως την παροχή ρευστότητας στην ελληνική οικονομία.

Ο πρόεδρος του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου κ. Παναγιώτης Κορλίρας δήλωσε σχετικά: "Η σύνεση με την οποία διαχειρίστηκε το ελληνικό κράτος τα δημόσια οικονομικά της χώρας τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με τις θετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αποδίδουν καρπούς, καθιστώντας πλέον το ελληνικό δημόσιο χρέος διαχειρίσιμο σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα".