Φθηνό χρήμα τέλος - «Σύννεφα» για την Ελλάδα

Οι αποδόσεις (επιτόκια) των ομολόγων ανεβαίνουν διεθνώς, παρασύροντας και εκείνα των ελληνικών, καθώς οι επενδυτές προεξοφλούν ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη.

Στη Γερμανία αυξήθηκαν οι αποδόσεις (το επιτόκιο) των γερμανικών ομολόγων 10ετούς διάρκειας, που θεωρούνται το «βαρόμετρο» για την ευρωπαϊκή αγορά και έγιναν θετικές (+0,013%) για πρώτη φορά από το Μάιο του 2019.Τα τελευταία δυόμιση χρόνια η απόδοσή τους ήταν αρνητική και είχε φτάσει στο -0,4% τον περασμένο Δεκέμβριο. Η αρνητική απόδοση σημαίνει ότι ο κάτοχος του ομολόγου αντί να εισπράξει τόκο, τον πληρώνει.

Η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, όπου οι αποδόσεις των τίτλων 10ετούς διάρκειας έχει φτάσει στο 1,86%, από 1,4% που ήταν στα μέσα Δεκεμβρίου.

Οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν και την Ελλάδα, καθώς το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου που εκδόθηκε την περασμένη εβδομάδα εκτοξεύτηκε στο 1,82% (τη στιγμή που το προηγούμενο αντίστοιχο ομόλογο είχε εκδοθεί με επιτόκιο 0,81%). Η χώρα μας θα δανειστεί ποσό γύρω στα 3 δισ. ευρώ με το συγκεκριμένο ομόλογο, ενώ ο σχεδιασμός προβλέπει ο δανεισμός να φτάσει τα 12 δισ.ευρώ μέχρι το τέλος της χρονιάς.

Σε κάθε περίπτωση το κόστος χρήματος αυξάνεται στη χώρα μας ταχύτερα, όπως φαίνεται και από την αύξηση της διαφοράς των ελληνικών ομολόγων από τα αντίστοιχα γερμανικά (το λεγόμενο spread) η οποία από 1,095 ποσοστιαίες μονάδες έφτασε τις 1,51 μονάδες χθες. Η άνοδος αυτή αναδεικνύει ότι η Ελλάδα, με χρέος 383 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σε πάνω από 200% του ΑΕΠ είναι «διαφορετική περίπτωση».

Η αύξηση του κόστους δανεισμού για την Ελλάδα δεν δημιουργεί θέματα ρευστότητας καθώς -εκτός τεράστιων ανατροπών- θεωρείται δεδομένο ότι θα αντλήσει τα 12 δισ. ευρώ ιδιαίτερα εάν υπάρχει η συνεχιζόμενη στήριξη της ΕΚΤ. Η κεντρική τράπεζα έχει ανακοινώσει οτι θα συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα, παρότι αυτά δεν είναι επιλέξιμα, και μετά το Μάρτιο του 2022 οπότε λήγει το έκτακτο πρόγραμμα αγορών λόγω πανδημίας (PEPP) και επανέρχεται το τακτικό αντίστοιχο (APP).

Ωστόσο, η αύξηση των αποδόσεων και του spread έχει κόστος σε πολλά επίπεδα.

Αυξάνεται το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους που αντλείται από την αγορά και τούτο επιβαρύνει τους δείκτες βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, οι οποίοι το επόμενο διάστημα θα έρθουν πάλι στο προσκήνιο καθώς θα ξεκινήσουν οι συζητήσεις για την αναμόρφωση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Αναμένονται μεν αλλαγές προς το ελαστικότερο, αλλά τα κριτήρια όπως φαίνεται θα είναι διαφορετικά για κάθε χώρα ανάλογα με τα δικά της δεδομένα -που είναι ιδιαίτερα δυσμενή για την Ελλάδα.

Η αύξηση των επιτοκίων σημαίνει ότι η Ελλάδα δανείζεται πλέον με υψηλότερο επιτόκιο από εκείνο που πληρώνει στον επίσημο τομέα (ESM και ΔΝΤ) ο οποίος έχει στην κατοχή του και το 77% του χρέους, γεγονός που επιβαρύνει και τις προοπτικές αναβάθμισης των ελληνικών ομολόγων και την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας.

Πολλά θα εξαρτηθούν το επόμενο διάστημα από την εξέλιξη του πληθωριστικού φαινομένου. Εάν η άνοδος των τιμών επιμείνει η ΕΚΤ ενδεχομένως θα χρειαστεί να παρέμβει, παρότι δεν το θέλει, αυξάνοντας τα επιτόκια, υπονομεύοντας έτσι την ευρωπαϊκή ανάκαμψη.

Εάν η ευρωπαϊκή ανάκαμψη τελικά «φρενάρει», οι επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές και στην Ελλάδα και δύσκολα θα επιτευχθεί πρόβλεψη για είσοδο σε ενάρετο κύκλο αύξησης του ΑΕΠ, που θα έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των δημοσίων εσόδων, των κερδών και της απασχόλησης