«Φρένο» στις εισπρακτικές από τον Συνήγορο του Καταναλωτή

Σύσταση προς τις τράπεζες αλλά και τις λεγόμενες εισπρακτικές εταιρείες να σταματήσουν να ενοχλούν όσους δανειολήπτες έχουν υπαχθεί στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, απευθύνει με γραπτή του επιστολή η Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Καταναλωτή. Στην επιστολή, η οποία κοινοποιείται και προς την Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του υπουργείου Ανάπτυξης (η οποία και είναι αρμόδια για την επιβολή προστίμων στην περίπτωση καταχρηστικών ενεργειών από την πλευρά των εισπρακτικών εταιρειών) αναφέρεται ότι με την υπαγωγή στον νόμο, ο δανειολήπτης ουσιαστικά αναγνωρίζει και την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του αλλά και το ύψος των οφειλών του με αποτέλεσμα να μην έχει ουσιαστική νόημα η περαιτέρω ενόχλησή του.

Σύσταση προς τις τράπεζες αλλά και τις λεγόμενες εισπρακτικές εταιρείες να σταματήσουν να ενοχλούν όσους δανειολήπτες έχουν υπαχθεί στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, απευθύνει με γραπτή του επιστολή η Ανεξάρτητη Αρχή του Συνηγόρου του Καταναλωτή. Στην επιστολή, η οποία κοινοποιείται και προς την Γενική Γραμματεία Καταναλωτή του υπουργείου Ανάπτυξης (η οποία και είναι αρμόδια για την επιβολή προστίμων στην περίπτωση καταχρηστικών ενεργειών από την πλευρά των εισπρακτικών εταιρειών) αναφέρεται ότι με την υπαγωγή στον νόμο, ο δανειολήπτης ουσιαστικά αναγνωρίζει και την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του αλλά και το ύψος των οφειλών του με αποτέλεσμα να μην έχει ουσιαστική νόημα η περαιτέρω ενόχλησή του.

To money-money.gr έχει καταγράψει όλα τα δικαιώματά μας προκειμένου να αντιμετωπίσουμε καταχρηστικές ενέργειες των εισπρακτικών. Θυμηθείτε τα, κάνοντας κλικ εδώ

 Στο κείμενο του Συνηγόρου, αναφέρεται ότι η υπηρεσία λαμβάνει συστηματικά παράπονα από πολίτες-καταναλωτές, οι οποίοι καταγγέλλουν ότι αν και κανονικώς έχουν υπαχθεί στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, εντούτοις γίνονται αδιάκοπα αποδέκτες οχλήσεων από εκπρόσωπους εταιρειών, στις οποίες έχει ανατεθεί το έργο της ενημέρωσής τους για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών.

Ως γνωστόν, για την υπαγωγή των ενδιαφερομένων στον νόμο, αρχίζοντας από το

εξωδικαστικό στάδιο, προβλέπεται η υποχρεωτική χορήγηση από τα πιστωτικά ιδρύματα αναλυτικής κατάστασης των οφειλών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, συμπεριλαμβανομένου του επιτοκίου με το οποίο αυτές εκτοκίζονται.

«Δηλαδή, από τη στιγμή που ένας οφειλέτης έχει υποβάλει αίτηση υπαγωγής στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, αφενός, κατ' αυτόν τον τρόπο γνωστοποιεί το γεγονός της αδυναμίας του να εξυπηρετεί τα χρέη του ως έχουν, επαφιέμενος στο τέλος-τέλος στην κρίση του Δικαστή να αποφασίσει για την τύχη τους, αφετέρου γνωρίζει ήδη με δική του πρωτοβουλία το ακριβές τους ύψος» αναφέρει η επιστολή του Συνηγόρου και συνεχίζει: «Καμία περαιτέρω σημασία και κανέναν προφανή ρόλο δεν επιτελεί η εκδήλωση οχλήσεων από τα τραπεζικά ιδρύματα, απευθείας ή δια συνεργατών τους, προς τους οφειλέτες -και μάλιστα κατά τρόπο συστηματικό- για την υπενθύμιση χρεών που τους είναι ήδη γνωστά. Αντιθέτως, ένα τέτοιο ενδεχόμενο μόνο πρόσθετη ψυχολογική επιβάρυνση μπορεί να τους επιφέρει εν μέσω της ήδη δυσχερούς τους θέσης, με κίνδυνο μάλιστα μια τέτοια πρακτική να θεωρηθεί ότι προσβάλλει, κατά πρώτον και κυριότερο, το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των ατόμων και της μη προσβολής αυτής».

 

Ο Συνήγορος του Καταναλωτή χαρακτηρίζει παράνομη την ανάθεση από την πλευρά των τραπεζών σε εισπρακτικές εταιρείες την ενημέρωση οφειλετών που έχουν καταθέσει αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση και απευθύνει τις ακόλουθες συστάσεις:

 

Α. Προς τις τράπεζες:

Να μην αναθέτουν εξ αρχής σε εταιρείες το έργο της ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις που γνωρίζουν ότι έχουν ήδη τεθεί σε καθεστώς αναγνωρισμένης διαδικασίας ρύθμισης, καθώς επίσης να ανακαλούν ανάλογες εντολές που έχουν δοθεί για απαιτήσεις που αποδεδειγμένα τίθενται προς ρύθμιση μελλοντικά.

Β. Στις «εταιρείες ενημέρωσης»: Να σταματούν αμέσως την όχληση όσων οφειλετών

δηλώνουν ότι έχουν υποβάλει τις οφειλές τους σε αναγνωρισμένο καθεστώς ρύθμισης και γνωστοποιούν, παράλληλα, αριθμό πρωτοκόλλου της σχετικής αίτησης και στοιχεία του φορέα ή του πληρεξούσιου δικηγόρου που τους συνδράμει, μέχρις ότου διασταυρωθεί η αλήθεια μιας τέτοιας δήλωσης σε συνεργασία με τους εντολείς