Η πρόταση Στουρνάρα για την ελληνική "bad bank"

Το πλήρες σχέδιο για την "bad bank" το οποίο προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος καταθέτει σήμερα στις διοικήσεις των τραπεζών ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας Γιάννης Στουρνάρας.

Όπως εξήγησε σε τοποθέτησή του χθες σε κλειστό forum, η ελληνική "bad bank" που προτείνει η ΤτΕ θα μπορούσε να ξεκινήσει εντός του 2021, μαζί με τις τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων του προγράμματος Ηρακλή. Σύμφωνα με το σχεδιασμό της ΤτΕ, η προτεινόμενη bad bank μπορεί να απορροφήσει κόκκινα δάνεια ύψους 40 δισ. ευρώ και ταυτόχρονα να μειώσει τις απαιτήσεις από αναβαλλόμενη φορολογία στα κεφάλαια των τραπεζών που ανέρχεται σήμερα γύρω στο 60-65% του κοινού κεφαλαίου (CET 1).

Επίσης, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στις υπεραξίες που δημιουργούνται από τη διαχείριση και αναφέρθηκε στα θετικά αποτελέσματα άλλων εθνικών κακών τραπεζών όπως στην Ιρλανδία και στον σταθεροποιητικό τους ρόλο στην προηγούμενη χρηματοπιστωτική καταιγίδα.

Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος κινείται στους παρακάτω άξονες:

• Προκρίνει τη μεταφορά σε ποσοστό μέχρι το 100% του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ, καθώς και των νέων ΜΕΔ που θα προκύψουν μετά το πέρας της πανδημίας, στην AMC.

• Αξιοποιεί τις υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών και τη συμμετοχή τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των ΜΕΔ, δεδομένου ότι προβλέπει τη μεταφορά των υφιστάμενων σχέσεων παράλληλα με το απόθεμα ΜΕΔ στην AMC.

• Επιτρέπει την κατάρτιση συναλλαγών τιτλοποιήσεων αμιγώς με όρους αγοράς με τη διάθεση του μεγαλύτερου τμήματος των υπό έκδοση τίτλων σε επενδυτές, επιταχύνοντας την εξυγίανση των τραπεζών.

• Διαφοροποιεί τις πηγές εσόδων της αποζημίωσης που λαμβάνει το Ελληνικό Δημόσιο, σε αντιστάθμιση για τη χορήγηση εγγύησης. Πρωτίστως, με τη μορφή φορολογικών εσόδων σχετιζόμενων με το ύψος της ονομαστικής αξίας των υπό μεταφορά ΜΕΔ προς την AMC. Δευτερευόντως, με ταμειακή μορφή μέσω ενός σταθερού επιτοκιακού εσόδου υπολογισμένου επί του ποσού της ονομαστικής χορηγηθείσας εγγύησης και, τέλος, με τη μορφή τίτλων από τις τιτλοποιήσεις. Αυτή η πηγή εσόδων αποσκοπεί στη λήψη από το Δημόσιο της όποιας πιθανής υπεραξίας από την υπεραπόδοση στο επίπεδο του ποσοστού εισπράξεων (collection rate) των τιτλοποιημένων απαιτήσεων.

• Προσδιορίζει ότι οι ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ καταλογίζονται στις τράπεζες και καλύπτονται αποκλειστικά από αυτές και όχι από τον Έλληνα φορολογούμενο.

• Αναλώνει, για την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, το τμήμα των εποπτικών τους κεφαλαίων το οποίο αφορά αποκλειστικά και μόνο την αναβαλλόμενη οριστική και εκκαθαρισμένη φορολογική απαίτηση (DTC), με την ενεργοποίηση μηχανισμού συμψηφισμού με ενδεχόμενες ζημίες, και όχι το τμήμα των λοιπών στοιχείων του Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1).

• Διευκολύνει το τραπεζικό σύστημα με τη χορήγηση της δυνατότητας σταδιακής καταβολής του κόστους εξυγίαν- σης σε βάθος πενταετίας, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο ώστε να διαμορφωθεί ένας ομαλός οδικός χάρτης επα- ναφοράς σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και συνεπώς και λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.

• Απελευθερώνει χρηματοδοτικούς και φυσικούς πόρους, είτε αυτοί σχετίζονται με εμπράγματες εξασφαλίσεις, που θα αξιοποιηθούν από βιώσιμες οικονομικές μονάδες, είτε μέσω της αναδιανομής πόρων από τον τραπεζικό τομέα στο πλαίσιο της ενίσχυσης των αναπτυξιακών τάσεων της πραγματικής οικονομίας.

Asset Management Company

Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος διαμόρφωσε μια ολοκληρωμένη στρατηγική με τη δημιουργία εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC). Η πρόταση της ΤτΕ αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας συνολικής στρατηγικής για τον τραπεζικό κλάδο, προκειμένου να επιτύχει ταυτόχρονα μία σειρά από επιμέρους στόχους:

• την οριστική και ταυτόχρονη διευθέτηση των προβλημάτων που απορρέουν από την ύπαρξη ενός υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (DTC), η οποία αποτελεί μακράν το μεγαλύτερο ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών,

• την ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας, προκειμένου οι τράπεζες να μπορούν να παράγουν εσωτερικά κε- φάλαιο σε διατηρήσιμη βάση,

• την αποφυγή αδικαιολόγητης απίσχνανσης (undue dilution) των υφιστάμενων μετόχων, ώστε να υπάρχουν ουσιαστικά κίνητρα συμμετοχής τους σε ενδεχόμενες μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου,

• την αποφυγή χρήσης κρατικών ενισχύσεων, ώστε αφενός μεν να περιοριστεί ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard), αφετέρου δε να ενισχυθεί περαιτέρω η χρηματοπιστωτική σταθερότητα με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών,

• τη διαμόρφωση συνθηκών πλήρους διαφάνειας για την ορθή απεικόνιση των υφιστάμενων και μελλοντικών ζημιών των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών και, τέλος,

• τον επαναπροσδιορισμό του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών, προκειμένου να παρουσιαστεί μία ελ- κυστική επενδυτική πρόταση.

Συγκυρία

Η ανάκαμψη από την κρίση της πανδημίας με την επαναφορά της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυ ξης και τη βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας απαιτεί την ενεργό συνδρομή του πιστωτικού συστήματος.

Συνεπώς, η μεμονωμένη αντιμετώπιση των επιμέρους προκλήσεων του τραπεζικού τομέα δεν θα είναι τόσο αποτελεσματική, καθώς δεν θα δώσει τη δυναμική που απαιτείται για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Στόχοι της πρότασης

Τα υφιστάμενα διαθέσιμα εργαλεία στην προσπάθεια μείωσης του αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβουλίας του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), κινούνται ορθώς στον άξονα της βελτίωσης της ποιότητας των ισολογισμών των τραπεζών. Ωστόσο, μια σειρά παραγόντων καθιστούν αναγκαία τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων, δεδομένου ότι στην παρούσα συγκυρία είναι περιορισμένες οι εναλλακτικές προτάσεις. Συγκεκριμένα:

(α) με το διαθέσιμο απόθεμα ΜΕΔ να προσδιορίζεται στα 58,7 δισ. ευρώ με στοιχεία γ' τριμήνου του 2020, 

(β) την αβεβαιότητα αναφορικά με την αναμενόμενη επιδείνωση του εν λόγω αποθέματος ΜΕΔ το επόμενο διάστημα, 

(γ) την περιορισμένη δυνατότητα για τη δημιουργία κεφαλαίου από τις τράπεζες, λόγω χαμηλής κερδοφορίας,

(δ) την εκτιμώμενη επιδείνωση του ποσοστού της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (DTC) έναντι του Δημοσίου επί των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως

(ε) την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες τόσο από τις τράπεζες όσο και από την χώρα.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η πρόταση δεν αποσκοπεί απλώς στην εξυγίανση των τραπεζών, αλλά ταυτόχρονα σε εκτέλεση συναλλαγών σε όρους αγοράς, με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών.