Ψευτοδίλημμα η επιλογή ανάμεσα στην επισιτιστική ασφάλεια και την πράσινη μετάβαση

Γράφει ο Τάσος Χανιώτης *

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε στο προσκήνιο, και σε κάποιο βαθμό ενίσχυσε, σημαντικές αβεβαιότητες που χαρακτηρίζουν τις αγορές αγροτικών προϊόντων εδώ και αρκετόν καιρό, ουσιαστικά από την εποχή της προηγούμενης έκρηξης -και στη συνέχεια κατάρρευσης – των τιμών, στον απόηχο της οικονομικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Aυτές οι αβεβαιότητες καλύπτουν γνωστούς τομείς και θέματα και είχαν ήδη εντοπιστεί ως αποτέλεσμα της ασύμμετρης οικονομικής ανάκαμψης μετά τον COVID, αλλά η ρωσική εισβολή προκάλεσε μια δραματική νέα τροπή σε κάθε ένα από αυτά.

Για λόγους συντομίας και απλότητας, έχοντας πλήρη επίγνωση όλων των περιορισμών που μπορεί να συνεπάγεται αυτό, ομαδοποιώ εδώ σε τρεις μεγάλες κατηγορίες αυτές τις αβεβαιότητες που αφορούν:

  1. Τις προοπτικές για τις αγορές γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, τόσο σε βραχυπρόθεσμη βάση (καθοδηγούμενη από τις επιπτώσεις του πολέμου και της μεγάλης ξηρασίας του 2022) όσο και σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
  2. Τις προοπτικές για τις αγορές ενέργειας και τη μετάβαση σε ανανεώσιμες και πιο βιώσιμες μορφές ενέργειας. Οι πολλαπλοί άμεσοι και έμμεσοι δεσμοί της γεωργίας με την ενέργεια επηρεάζουν τόσο από την πλευρά της προσφοράς όσο και από την πλευρά της ζήτησης, καθώς το αυξανόμενο κόστος παραγωγής μεταδίδεται μέσω των τιμών σε όλη την έκταση της τροφικής αλυσίδας.
  3. Τις προοπτικές για τις εμπορικές ροές (οι οποίες μετατοπίζονται). Αυτό που συνέβη στην Ουκρανία, γιατί να μην συμβεί αλλού; Αυτός ο κίνδυνος που σχετίζεται με την κυνική παραβίαση κάθε διεθνούς κανόνα ειρήνης και πολέμου από τη Ρωσία, θα αλλάξει τις παραδοσιακές εμπορικές ροές σε πολλά εμπορεύματα (από την ενέργεια, τα μέταλλα και τα ορυκτά, μέχρι τα τρόφιμα και την τεχνολογία), αλλά με τρόπους που είναι ακόμη δύσκολο να υπολογιστούν.

Επιστροφή στο μέλλον: «déjà vu» ή ένα νέο (ab)normal;

Μερικές από τις επιπτώσεις της τρέχουσας αύξησης των τιμών επαναφέρουν στις μνήμες τη γεωργία του 2010, όταν η G-20 δημιούργησε το Σύστημα Πληροφοριών Αγροτικής Αγοράς (AMIS), για να παρακολουθεί τις εξελίξεις στις γεωργικές αγορές (μέχρι τώρα, μηνιαία σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες προϊόντων). Ωστόσο, ενώ οι δύο εκρήξεις τιμών (2008 -10 και 2021 – σήμερα) φαίνονται παρόμοιες (Γράφημα 1), είναι σημαντικό να εντοπιστούν επίσης οι σημαντικές διαφορές που αναμένεται να σηματοδοτήσουν μελλοντικές εξελίξεις.

No alt text provided for this image

Οι ομοιότητες σχετίζονται με τη συνδυασμένη παρουσία υψηλών τιμών, συντονισμένης κίνησης και υψηλής αστάθειας σε όλες τις αγορές εμπορευμάτων (ενέργεια, μέταλλα και ορυκτά και γεωργία) τόσο κατά την περίοδο 2008 – 10 όσο και το 2021, με το γεγονός ότι το υψηλό ενεργειακό κόστος ήταν μεγάλη κινητήρια δύναμη τόσο το 2008 – 10 όσο και το 2021, ανεβάζοντας τις τιμές των λιπασμάτων σε επίπεδα ρεκόρ (αν και οι τιμές του φυσικού αερίου μείωναν το ενεργειακό κόστος το 2008, ενώ το αντίθετο ισχύει σήμερα), και με την παρουσία παρόμοιων ανησυχιών για την επισιτιστική ασφάλεια, οι οποίες αφορούν αφενός το επίπεδο των τιμών (υψηλό κόστος τροφίμων παγκοσμίως) και αφετέρου τη διαθεσιμότητα (κυρίως στην Αφρική) βασικών τροφίμων.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να εντοπίσουμε τις διαφορές ανάμεσα στις δύο περιόδους έκρηξης των τιμών (2008 -10 έναντι 2021 – σήμερα), προκειμένου να προσδιορίσουμε και, στη συνέχεια, να αντιμετωπίσουμε τα επακόλουθα προβλήματα. 

Οι μακροοικονομικοί παράγοντες διαφέρουν σημαντικά – η προηγούμενη έκρηξη προήλθε από μια κρίση χρέους με πηγή τη ζήτηση, ενώ η πρόσφατη οφείλεται στην ασύμμετρη ανάκαμψη από την πανδημία, στη συμφόρηση της εφοδιαστικής αλυσίδας και στον πληθωρισμό. 

Τα αποθέματα σιτηρών, σε αντίθεση με το 2008, κατά την έναρξη της πρόσφατης έκρηξης τιμών βρίσκονταν σε ικανοποιητικά επίπεδα, προτού ο πόλεμος και οι καιρικές συνθήκες επηρεάσουν ιδίως τη διαθεσιμότητα σιταριού, ως υπενθύμιση του υψηλού βαθμού κινδύνου και της απρόβλεπτης κατάστασης στις γεωργικές αγορές. Τέλος, τα χαρακτηριστικά του πολέμου επηρέασαν την τρέχουσα άνοδο των τιμών με τρόπους ώστε ο αντίκτυπος και η διάρκειά της είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, περιπλέκοντας δραματικά τόσο την πορεία προς την πράσινη ενεργειακή μετάβαση όσο και την επισιτιστική ασφάλεια. Ο αντίκτυπος στο τελευταίο είναι ευρέως εμφανής στο γράφημα 2, που απεικονίζει τον αυξανόμενο ρόλο της Ρωσίας και της Ουκρανίας στην αντιμετώπιση των ελλειμμάτων σίτου στην Αφρική και την υπόλοιπη Ασία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

No alt text provided for this image

Ευρύτεροι κίνδυνοι, εντάσεις και πιθανές συνέργειες στην παγκόσμια γεωργία

Ένα σημαντικό στοιχείο στην τρέχουσα άνοδο των τιμών είναι ότι στη γεωργία, εξωγενείς παράγοντες κυριαρχούν στην άνοδο των τιμών, περιορίζοντας τις επιλογές στην εργαλειοθήκη της γεωργικής πολιτικής (τόσο στην ΕΕ όσο και παγκοσμίως). Σε συνδυασμό με τη στρατηγική ανάγκη διαφοροποίησης της προμήθειας φυσικού αερίου στην ΕΕ, η έλλειψη εναλλακτικών επιλογών κατά πάσα πιθανότητα θα διατηρήσει υψηλές τις τιμές ενέργειας της ΕΕ στο άμεσο μέλλον. Με τη σειρά της, η εξέλιξη αυτή θα επηρεάζει την ενεργειακή πράσινη μετάβαση τόσο άμεσα όσο και έμμεσα (καθώς, για παράδειγμα, τα μέταλλα και τα ορυκτά για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι επίσης εισαγόμενα), επιτείνοντας τις γεωστρατηγικές εντάσεις.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι προβλήματα παγκόσμιας διάστασης κυριαρχούν όχι μόνο στη συζήτηση για την πολιτική, αλλά και στην αναζήτηση λύσεων πολιτικής. Η επισιτιστική ασφάλεια αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα («όλοι οι άνθρωποι, ανά πάσα στιγμή, έχουν φυσική και οικονομική πρόσβαση…»), ενώ το ίδιο ισχύει και για την κλιματική αλλαγή, με τη μείωση των παγκόσμιων εκπομπών να έχει νόημα μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο. (Δεν χρειάζεται να προσθέσω ότι η ειρήνη είναι το παγκόσμιο ζήτημα όλων, αλλά αυτό ξεφεύγει από τα πλαίσια του παρόντος άρθρου…).

Κατά την αντιμετώπιση τέτοιων παγκόσμιων ζητημάτων πρέπει να αναγνωριστεί ότι υπάρχουν σημαντικές αλληλεπιδράσεις στις προτεινόμενες λύσεις, οι οποίες είναι απαραίτητο να εντοπιστούν προκειμένου να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες από σημαντικές συνέργειες που υπάρχουν, αλλά συχνά δεν αναφέρονται. 

Σχηματικά, τέτοιες εντάσεις παρουσιάζονται στα Γραφήματα 3 και 4, για τις συνδυασμένες αλλαγές στο καθαρό εμπόριο και τις εκπομπές GHG από το 1990 έως το 2017 για το σιτάρι και για όλα τα κρέατα (τα γραφήματα χρειάζονται ενημέρωση, αλλά αυτό δεν θα αλλάξει την εικόνα). Οι αυξήσεις στο εμπόριο, και συνεπώς η βελτίωση της επισιτιστικής ασφάλειας για το εν λόγω προϊόν, αντικατοπτρίζονται στο πάνω μέρος, ενώ οι μειώσεις των εκπομπών στο δεξί μέρος του γραφήματος – με άλλα λόγια, η πρόοδος τόσο στην επισιτιστική ασφάλεια όσο και στη δράση για το κλίμα αντικατοπτρίζεται στην πάνω δεξιά γωνία, ενώ η παλινδρόμηση στο κάτω αριστερό μέρος.

No alt text provided for this image
No alt text provided for this image

Αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρώτο ψευδές δίλημμα που χαρακτηρίζει την παρούσα συζήτηση πολιτικής σχετικά με το εάν πρέπει να επιλέξουμε, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, μεταξύ της επισιτιστικής ασφάλειας ή της δράσης για το κλίμα. Το δίλημμα είναι ψευδές, αλλά οι εντάσεις είναι πραγματικές. Παρά τις προσπάθειες επαναπροσδιορισμού της επισιτιστικής ασφάλειας, σαν να μην επαρκούσε ο υπάρχων ορισμός για να καλύψει τις έννοιες τόσο της διαθεσιμότητας όσο και της οικονομικής τιμής για όσους επηρεάζονται από αυτήν, πολύ σημαντικό μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχει την πολυτέλεια θεωρητικών συζητήσεων. Η επισιτιστική ασφάλεια γις αυτούς είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και μετρήσιμο, με δείκτες που έχουν αντίκτυπο στο στομάχι και στο πορτοφόλι τους.

Κι ενώ οι  περισσότεροι (αν και σαφώς όχι όλοι) από εμάς που ζούμε στον ανεπτυγμένο κόσμο δεν έχουμε ανάγκη να επιλέξουμε ανάμεσα στο στομάχι μας και τους πνεύμονες μας, για τους φτωχούς και άπορους αυτού του κόσμου η εξυπηρέτηση της πιο βασικής ανθρώπινης ανάγκης, της διατροφής, έχει ζωτική  προτεραιότητα. Πίσω από αυτή τη βασική ανθρώπινη ανάγκη κρύβονται εκείνοι οι πολιτικοί οι οποίοι αντιστέκονται σε αλλαγές που συνδέονται με τη δράση για το κλίμα, εκμεταλλευόμενοι τους πραγματικούς φόβους, πολύ συχνά με ψευδή επιχειρήματα. 

Ωστόσο, τέτοια ψευδή διλήμματα μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με το να καταδειχθεί συγκεκριμένα ότι είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν από κοινού τόσο οι προτεραιότητες  της επισιτιστικής ασφάλειας όσο και της δράσης για το κλίμα.

Ο σωστός τρόπος προσέγγισης δεν είναι να κρύβουμε τις εντάσεις, αλλά πρώτα να τις αναγνωρίζουμε με σαφήνεια και μετά να αναζητούμε λύσεις που βασίζονται σε συνέργειες. Μόνο η ανάδειξη συγκεκριμένων παραδειγμάτων και λύσεων που ήδη λειτουργούν σήμερα σε μια σειρά από πολύ διαφορετικές, αλλά και συμπληρωματικές ως προς τις πρακτικές τους, συνθήκες μπορεί να δώσει νόημα σε μια τέτοια  συζήτηση, καθώς μετατοπίζει τα επιχειρήματα από την αναζήτηση ψευδο-θαυματουργών λύσεων στο μακρινό μέλλον, στην επίδειξη  ρεαλιστικών λύσεων σήμερα.

Η παραπάνω πόλωση προκαλείται επίσης από την πολύ συχνά αντιπαράθεση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, οδηγώντας έτσι σε ένα δεύτερο ψευδές δίλημμα: να αντιπαραβάλουμε τα ιδιωτικά αγαθά με τα δημόσια κακά (ή, για κάποιους, το αντίστροφο…). Τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι κατεξοχήν ο ορισμός των αποτυχιών όχι μόνο της αγοράς, αλλά και των δημόσιων πολιτικών.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα σημεία στρεβλώσεων στην διατροφική αλυσίδα, τα οποία επίσης εμφανίζουν συμπτώματα αντιανταγωνιστικής και αδιαφανούς συμπεριφοράς της αγοράς. Ως εκ τούτου, είναι ουσιαστικό όταν συζητάμε για τη γεωργική πολιτική να εστιάζουμε στην από κοινού παραγωγή τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημόσιων αγαθών, αντί να επικεντρώνουμε τη συζήτηση μόνο στα δημόσια αγαθά. Στο περιβάλλον του τρέχοντος υψηλού πληθωρισμού αυτό γίνεται ακόμη πιο σημαντικό, καθώς υπάρχει κίνδυνος κάποια στιγμή να μειωθεί το κόστος των εισροών και των πρώτων υλών, αλλά το οι τιμές των τροφίμων να παραμείνουν υψηλές.

Το τρίτο ψευδές δίλημμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σ’ αυτή τη συζήτηση είναι η άποψη  ότι τοπικές λύσεις θα λύσουν τα παγκόσμια προβλήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επιμέρους λύσεις μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση πολλών εγγενών αρνητικών παρενεργειών της παγκοσμιοποίησης σε τοπικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την αναμενόμενη αναπροσαρμογή των εμπορικών ροών και με τις γεωστρατηγικές σχέσεις στον τομέα της ενέργειας και των τροφίμων. Ωστόσο, ενώ  συμβάλλουν στην εξεύρεση λύσεων, από μόνες τους οι τοπικές ρυθμίσεις δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το μέγεθος και τον επείγοντα χαρακτήρα των παγκόσμιων ασυμμετριών στη διαθεσιμότητα τροφίμων.

Τι περιθώρια απομένουν για την αναζήτηση κατάλληλων λύσεων που αφορούν την επισιτιστική ασφάλεια; Εν συντομία, καθώς σκοπεύω να επανέλθω σε αυτά τα ζητήματα σε μελλοντικά άρθρα, δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου όσον αφορά τη συζήτηση για το αν πρέπει να προχωρήσουμε σε πρωτοβουλίες για τη βιώσιμη αύξηση της παραγωγικότητας ή αν αυτό θα ήταν απλώς άλλο ένα τέχνασμα για το υποτιθέμενο «πράσινο ξέπλυμα» (greenwashing). 

Η παραγωγικότητα από μόνη της δεν είναι τίποτα άλλο από μια σχέση εκροών προς εισροές – προφανώς δυναμικής φύσεως, καθώς απαιτεί επενδύσεις στην παραγωγική βάση. Ανεξάρτητα από το είδος πρακτικής, όσο πιο πράσινη -σε σύγκριση με το σήμερα- είναι η εισροή στο αγρόκτημα, τόσο πιο πράσινη θα είναι και η εκροή. Φυσικά η έκταση της βελτίωσης έχει σημασία, όπως άλλωστε και η σύγκριση μεταξύ των πρακτικών και η καταλληλότητά τους σε σχέση με τις ειδικές γεωπονικές συνθήκες. Όμως, ενώ οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν σε αυτή την ποιοτική πτυχή της παραγωγής (εύκολα μετρήσιμη, εφόσον υπάρχει η επιθυμία και η απαραίτητη διαφάνεια), οι ποσοτικές πτυχές της επισιτιστικής ασφάλειας (χρειάζεται πραγματικά να παράγουμε περισσότερα με λιγότερα σε παγκόσμιο επίπεδο) παραμένουν αντικείμενο διαφωνίας. Όσο συνεχίζεται αυτό, η επισιτιστική ασφάλεια θα βρίσκεται σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο από ό,τι είναι ήδη σήμερα.

  • Αυτό το κείμενο περιλαμβάνει ιδέες που παρουσιάστηκαν σε δύο πρόσφατες εκδηλώσεις – στην τελευταία μου παρουσίαση ως υπάλληλος της Επιτροπής στη Διάσκεψη των Ισπανικών Συνεταιρισμών στο Τολέδο, στις 30 Ιουνίου 2022, και στην πρώτη μου συμμετοχή ως συνταξιούχος υπάλληλος της Επιτροπής στο Στρατηγικό Φόρουμ του Bled, στις 30 Αυγούστου 2022. Δεν είναι ποτέ περιττό να διευκρινίσω ότι οι απόψεις που παρουσιάζονται εδώ είναι δικές μου. Είναι εξίσου σημαντικό να τονίσω ότι αντλούνται σε μεγάλο βαθμό τόσο από αναλύσεις με προηγούμενους συναδέλφους μου στη Διεύθυνση Στρατηγικής και Ανάλυσης Πολιτικής της ΓΔ AGRI, της οποίας είχα τη χαρά και την τύχη να διευθύνω για σχεδόν 13 χρόνια, όσο και από την εμπειρία μου στον Όμιλο AMIS, του οποίου ήμουν μέλος από την αρχή μέχρι τη συνταξιοδότησή μου και του οποίου είχα την τιμή να προεδρεύσω για ένα χρόνο κατά τη διάρκεια της κρίσης του COVID.

* Ο Τάσος Χανιώτης συνταξιοδοτήθηκε τον Αύγουστο του 2022 ως Διευθυντής της Διεύθυνσης Στρατηγικής και Ανάλυσης Πολιτικής της ΓΔ AGRI της ΕΕ, θέση που κατείχε 13 χρόνια. Από το 2010 μέχρι τον Αύγουστο του 2022 εκπροσώπησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Φόρουμ Ταχείας Αντίδρασης του AMIS της G20, του οποίου προήδρευσε το 2020-21. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος στα αγροτικά οικονομικά από το Πανεπιστήμιο της Georgia στις ΗΠΑ, καθώς και πτυχίου οικονομικών από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.