Το ξεφούσκωμα των χρηματιστηρίων και η μεγάλη «ληστεία» των εισοδημάτων - Τι συμβαίνει τώρα στις αγορές

Αναταράξεις στα χρηματιστήρια φέρνει η προσαρμογή των αγορών στο νέο οικονομικό τοπίο που διαμορφώνεται παγκοσμίως, με υψηλό πληθωρισμό διαρκείας, άνοδο επιτοκίων και χαμηλότερη οικονομική ανάκαμψη.

Τις τελευταίες εβδομάδες οι τιμές των μετοχών και των ομολόγων υποχωρούν, καθώς οι επενδυτές ξεφορτώνονται επενδύσεις που σημείωσαν μεγάλη άνοδο το προηγούμενο διάστημα, αλλά οι αποδόσεις τους κινδυνεύουν στο νέο περιβάλλον. 

Η πτώση των τιμών των ομολόγων ανεβάζει τις αποδόσεις τους (επιτόκιο) η οποία κινείται αντιστρόφως.

Στην πραγματικότητα οι αξίες των μετοχών και των ομολόγων -που κατά τεκμήριο ανήκουν κυρίως στο πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού, το λεγόμενο «1%»- μικρή μόνο υποχώρηση έχουν σημειώσει σε σχέση με την τεράστια άνοδο που παρουσίασαν τα τελευταία χρόνια χάρη στις «ενέσεις» χρημάτων από τις κεντρικές τράπεζες. 

Η δε πτώση αυτή δεν οφείλεται στον πόλεμο, αφού είχε ξεκινήσει νωρίτερα. 

Οι τιμές των ευρωπαϊκών μετοχών από την εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου μέχρι σήμερα (δείκτης stoxx600 Europe) έχουν χάσει κάτι λιγότερο από 3%, ενώ ο δείκτης μετοχών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (S&P500) κερδίζει γύρω στο 6% και ο παγκόσμιος δείκτης MSCI γράφει κέρδη άνω του 5%. 

Η πτώση των μετοχών είχε ξεκινήσει νωρίτερα, από τις αρχές του προηγούμενου Δεκέμβρη, όταν οι αγορές είδαν ότι το «τζάμπα χρήμα» που τυπώνουν αφειδώς οι κεντρικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια πρόκειται να σταματήσει να ρέει, για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός. Από τότε, ο δείκτης S&P500 έχει χάσει 16%, ο Nasdaq 25% και ο Eurostoxx600 15%.

Ο δείκτης τιμών μετοχών S&P500 του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης την τελευταία 5ετία

Οι απώλειες αυτές δεν είναι τίποτα, βέβαια, σε σχέση με τα τεράστια κέρδη που έχουν καταγράψει οι τιμές των μετοχών τα τελευταία χρόνια χάρη στο χρήμα που «τύπωσαν» οι κεντρικές τράπεζες για να στηρίξουν τις οικονομίες και να αποτρέψουν την κατάρρευση τραπεζών, μεγάλων εταιρειών αλλά και ολόκληρων κρατών, που κινδύνευσαν από την χρηματοπιστωτική κρίση στην αρχή και από την πανδημία στη συνέχεια. 

Οι τιμές των μετοχών είναι σχεδόν έξι φορές πάνω από τα χαμηλά που βρέθηκαν το 2009 και τρεις φορές πάνω σε σχέση με το επίπεδο που βρίσκονταν το 2007, πριν ξεσπάσει η μεγάλη κρίση. 

«Τύπωσαν» 28 τρισεκατομμύρια δολάρια

Από το 2008 μέχρι σήμερα οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν δημιουργήσει περί τα 28 τρισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία διοχετεύουν στην οικονομία αγοράζοντας ομόλογα τα οποία κατέχουν οι τράπεζες και άλλες επενδυτικές εταιρείες. Είναι το λεγόμενο «τύπωμα χρήματος» ή «ποσοτική χαλάρωση». 

Μεγάλες ποσότητες από τα χρήματα αυτά δεν έφτασαν στην πραγματική οικονομία, αλλά διοχετεύτηκαν στα χρηματιστήρια, τροφοδοτώντας τη μεγάλη άνοδο στις τιμές των μετοχών, των ομολόγων, αλλά και των ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων. 

Η άνοδος αυτή έκανε τους πλούσιους, το περίφημο «1%» που κατέχει τη μερίδα του λέοντος των μετοχών και άλλων περιουσιακών στοιχείων ακόμα πλουσιότερους, όπως καταγράφουν όλες οι σχετικές μελέτες, αλλά και όπως φαίνεται εμπειρικά από τις μετρήσεις της περιουσίας των σούπερ πλούσιων, των διάσημων δισεκατομμυριούχων που φιλοξενούν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, του περίφημου «0,1%». 

Αρνητική αναδιανομή εισοδήματος

Τα «ποτάμια χρήματος» που δημιούργησαν οι κεντρικές τράπεζες μεγάλωσαν περιουσίες, διέσωσαν εταιρείες ζόμπι, χρηματοδότησαν νέες μπίζνες και παχυλά μπόνους, απέτρεψαν μια μεγάλη παγκόσμια ύφεση, αλλά μικρή μόνο επίδραση είχαν στα εισοδήματα των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων. Ασφαλώς, η αποτροπή της οικονομικής καταστροφής ωφέλησε το σύνολο, ενώ οι ενισχύσεις στη διάρκεια της πανδημίας διέσωσαν εισοδήματα και θέσεις απασχόλησης. 

Εν τέλει, όμως, και το «τύπωμα χρήματος» λειτούργησε ως άλλος ένας μηχανισμός αρνητικής αναδιανομής εισοδήματος προς όφελος των προνομιούχων. 

Η επανεμφάνιση του πληθωρισμού αλλάζει τώρα δραματικά τα δεδομένα. Πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές, μάλιστα, πιστεύουν ότι το «τύπωμα χρήματος» είναι μια από τις αιτίες του πληθωρισμού που πυροδοτήθηκε με αφορμή την απότομη επανεκκίνηση των οικονομιών μετά την καραντίνα. 

Για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό οι κεντρικές τράπεζες σταματούν το «τύπωμα χρήματος» και αναγγέλουν ότι θα εφαρμόσουν «σφικτή» νομισματική πολιτική, θα επιχειρήσουν δηλαδή να «μαζέψουν» το πληθωριστικό χρήμα που τροφοδοτεί τη ζήτηση αγαθών και ανεβάζει τις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών. Θα σταματήσουν, δηλαδή, να «τυπώνουν» χρήμα και θα ανεβάσουν τα επιτόκια.

Η μέθοδος αντιμετώπισης του πληθωρισμού, με απλά λόγια, είναι να δημιουργηθεί οικονομική στασιμότητα, ανεργία και μείωση της κατανάλωσης, για να σταματήσουν να ανεβαίνουν οι τιμές των αγαθών. 

Οι κεντρικές τράπεζες «πιάστηκαν στον ύπνο»

Το πρόβλημα είναι ότι τα όποια περιοριστικά μέτρα δεν θα λύσουν το πρόβλημα της ακριβής ενέργειας, η οποία τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, ανεβάζει το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων και αφαιρεί πραγματικό εισόδημα από τα νοικοκυριά.

Και πάλι δηλαδή το λογαριασμό θα πληρώσουν η εργασία και τα εισοδήματα. Άλλος ένας μηχανισμός αρνητικής αναδιανομής εισοδημάτων. 

 

Οι κεντρικές τράπεζες δέχονται κριτική ότι δεν ανταποκρίθηκαν στην αποστολή τους να ελέγξουν τον πληθωρισμό, καθώς «πιάστηκαν στον ύπνο»,  άργησαν να αντιληφθούν το βάθος του φαινομένου και αναγκάζονται να αντιδράσουν καθυστερημένα και υπερβολικά, διακινδυνεύοντας να προκαλέσουν ύφεση, κραχ και ανεργία. 

Φαίνεται, όμως, ότι αυτή  είναι μόνο η μισή αλήθεια. Διότι το πρόβλημα είναι ευρύτερο και δείχνει ότι στην πραγματικότητα ότι αυτό το συγκεκριμένο σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να παράγει αποσταθεροποίηση, συγκρούσεις και, εν τέλει, καταστροφή του περιβάλλοντος που μπορεί να οδηγήσει στον αφανισμό του homo sapiens. 

Εάν οι κεντρικές τράπεζες δεν «τύπωναν» χρήμα θα είχαμε ύφεση και κατάρρευση τραπεζών. Τώρα που θα σταματήσουν πιθανότατα θα έχουμε κραχ και ανεργία. 

Παγκοσμιοποιημένες αγορές «καζίνο» όπου γυρνάνε τα τελευταία χρόνια δεκάδες φρεσκοτυπωμένα τρισεκατομμύρια δολάρια (φρέσκος αέρας, δηλαδή) για να τροφοδοτούν υπερκατανάλωση που καταστρέφει τον πλανήτη  και όπου… 1.000 άνθρωποι φτάνουν να κατέχουν το  μισό ΑΕΠ… 

Το αδιέξοδο είναι πλήρες και δείχνει ότι οι πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών όχι απλώς έχουν χάσει τη χρησιμότητά τους, αλλά είναι επικίνδυνες. 

Το ζήτημα πλέον είναι εάν υπάρχει δυνατότητα για ήπια, ειρηνική μετάβαση σε μια άλλη ισορροπία ή όχι.