Δραγασάκης: Ο κ. Μητσοτάκης δεν εγγυάται τη σταθερότητα που χρειάζεται η κοινωνία αλλά προετοιμάζει νέες κρίσεις

Να εκτιμηθεί η ζημιά από την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ και να ερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες προήλθε ζητάει ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, Γιάννης Δραγασάκης. Κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη για «αλαζονική στάση και υποτίμηση της νοημοσύνης του κόσμου». Τι λέει για την οικονομία και τον ΣΥΡΙΖΑ.

Για «αλαζονική στάση απέναντι στην πραγματικότητα» και για «υποτίμηση της νοημοσύνης του κόσμου» καταγγέλλει τον Κυριάκο Μητσοτάκη o Γιάννης Δραγασάκης με συνέντευξη που παραχωρεί στο iEidiseis.

Ταυτόχρονα, με αφορμή την πώληση της ΔΕΗ, επισημαίνει πως η αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, όπως συνέβη και στην Τράπεζα Πειραιώς, είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση σημαντικής ζημιάς του Δημοσίου, ζητά δε «η εν λόγω ζημιά πρέπει να αποτιμηθεί και να ερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες προέκυψε».

 

Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Τσίπρα και βουλευτής Δυτικού Τομέα Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με αφορμή το δίλημμα «αυτοδυναμία ή χάος» που έθεσε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, τονίζει πως «ο κ. Μητσοτάκης δεν εγγυάται τη σταθερότητα που χρειάζεται η κοινωνία αλλά προετοιμάζει νέες κρίσεις που ήδη επωάζονται μέσα στην κοινωνία».

«Το να μιλούν όμως για «μέρισμα ανάπτυξης», και να κρατούν παγωμένους του μισθούς, ενώ η ακρίβεια και τα ενοίκια καλπάζουν, είναι εμπαιγμός για τους εργαζόμενους και μια πρόκληση για τη κοινή λογική», επισημαίνει ο Γιάννης Δραγασάκης.

Ήθελα την εκτίμησή σας για την πορεία της οικονομίας κ. πρόεδρε. Πού εκτιμάτε ότι θα οδεύσει η χώρα;

Ο κ. Μητσοτάκης διαβεβαιώνει ότι η ανάκαμψη το δεύτερο τρίμηνο σηματοδοτεί την αρχή ενός νέου ανοδικού οικονομικού κύκλου. Πρόκειται για τις συνήθεις πρόχειρες και αβάσιμα υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις του κ. Μητσοτάκη. Η αλήθεια είναι ότι με την ανάκαμψη του δεύτερου τριμήνου απλώς αποκαταστάθηκε ένα μέρος της πτώσης που είχε προηγηθεί. Βρισκόμαστε λοιπόν εν όψει μιας «εύθραυστης ανάκαμψης» όπως ορθά τη χαρακτήρισε και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, μιας ανάκαμψης με ειδικά χαρακτηριστικά.

Ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά, το κύριο, μάλιστα, κατά τον ΟΟΣΑ, είναι ότι ή όποια ανάκαμψη θα είναι «άνιση». Ενώ κατά τον ΟΗΕ (UNCTAD) η εν λόγω ανισότητα θα είναι «περιφερειακή, τομεακή και εισοδηματική». Ωφελημένοι, από αυτή την ανάκαμψη, συμπληρώνει ο ΟΗΕ, θα είναι κυρίως οι ραντιέρηδες, οι κάτοχοι και διαχειριστές πλούτου, δηλαδή, οι εισοδηματίες.

Αυτά τα γενικά χαρακτηριστικά τείνει να έχει και στη χώρα μας, με την προσθήκη ότι στη περίπτωση της Ελλάδας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αύξηση του δημοσίου χρέους. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια εύθραυστη, άνιση και υπερχρεωμένη ανάκαμψη, η ένταση και η διάρκεια της οποίας θα καθοριστεί κυρίως από τις ευρωπαϊκές αποφάσεις σε ό,τι αφορά το νέο δημοσιονομικό καθεστώς και την πολιτική της ΕΚΤ σε σχέση με τη ρευστότητα και τα επιτόκια.

Η ΕΕ τι αποφάσεις πρέπει να λάβει για την επόμενη μέρα; Και πώς θα επιδράσει η νέα γερμανική κυβέρνηση στο νέο τοπίο που θα διαμορφωθεί;

Η Πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν διαβεβαίωσε πρόσφατα ότι «δεν θα επαναλάβουμε το ίδιο λάθος που κάναμε στην προηγούμενη οικονομική κρίση με τη βιαστική επιστροφή στη δημοσιονομική λιτότητα που προκάλεσε ύφεση». Πράγματι η στροφή στη λιτότητα το 2009 δεν προκάλεσε απλώς ύφεση αλλά είναι αυτή που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την επιβολή των μνημονίων. Η διαβεβαίωση λοιπόν είναι σημαντική αλλά δεν είναι αυτή που θα κρίνει τι θα γίνει στη πράξη. Οι συντηρητικές δυνάμεις της Γερμανίας και άλλες οκτώ χώρες του βορρά έχουν ήδη ταχθεί υπέρ της επιστροφής στο καθεστώς της δημοσιονομικής αυστηρότητας. Κάποιοι το ονομάζουν «νεοφιλελευθερισμό 2.0». Άρα το τι θα γίνει θα κριθεί από τους συσχετισμούς των δυνάμεων που θα διαμορφωθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε λάβει ήδη ξεκάθαρη θέση υπέρ της ριζικής αναθεώρησης του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού καθεστώτος ώστε αυτό να ευνοεί την απασχόληση, τη σύγκλιση των οικονομιών και τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Οι γερμανικές εκλογές είναι σημαντικές καθώς το αποτέλεσμα τους θα επηρεάσει τις εξελίξεις στην ΕΕ. Αλλά πολλά θα εξαρτηθούν από τη σύνθεση της νέας γερμανικής κυβέρνησης. Μια κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατών, οικολόγων και φιλελεύθερων δεν είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή.

Η κυβέρνηση, πάντως, σας κατηγορεί ότι με τα όσα είπε στη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας αποκαλύπτει απλώς τη λεηλασία της μεσαίας τάξης επί των ημερών σας…

Ο κ. Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι η διάλυση του παραγωγικού ιστού της χωράς, μαζί και των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής του πρώτου και δεύτερου μνημονίου την όποια ο ίδιος και σήμερα ακολουθεί. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όποιες αδυναμίες και αν της καταλογίζονται, έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια και απάλλαξε την κοινωνία και τη μεσαία τάξη από αυτή την πολιτική. Σύμφωνα, μάλιστα, και με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από το 2016 μέχρι και το 2019 είχαμε σταθερή μείωση της ανεργίας, αύξηση της απασχόλησης, ενίσχυση της εργασίας, τόνωση του διαθέσιμου εισοδήματος και μείωση όλων των δεικτών που μετρούν τις ανισότητες.

Από την άλλη ο κ. Μητσοτάκης συμπεριφέρεσαι ως αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση. Αλλά τι έργο να υπερασπιστεί; Τον αποκλεισμό της μικρής επιχειρηματικότητας από το τραπεζικό σύστημα; Την έλλειψη κάθε προστασίας από το κύμα ακρίβειας; Τη στρατηγική της βίαιης συρρίκνωσης της μεσαίας τάξης ή τον αποκλεισμό της από το Ταμείο Ανάκαμψης;

Ο κ. Μητσοτάκης επιδεικνύει μια αλαζονική στάση απέναντι στην πραγματικότητα και υποτιμά τη νοημοσύνη του κόσμου. Για τον κ. Μητσοτάκη, όταν ήταν αντιπολίτευση, η μεσαία τάξη ήταν η κοινωνική πλειοψηφία. Ως πρωθυπουργός, όμως, όταν αναφέρεται στη μεσαία τάξη εννοεί μια μειοψηφία, τους λίγους εκλεκτούς, τους εκατομμυριούχους, καθώς εκείνους ευνοεί η πολιτική του, με ποιο πρόσφατο παράδειγμα τη φορολογία για τις δωρεές και γονικές παροχές.

Ξέροντας λοιπόν πως δεν πείθει, ο κ Μητσοτάκης απλά επαναλαμβάνει το ίδιο ψεύδος πολλές φορές. Αυτό έκανε και με το συγκεκριμένο θέμα με την ομιλία του στη ΔΕΘ.

Και με το μέρισμα ανάπτυξης που λέει η κυβέρνηση ότι μοιράζει στη κοινωνία;

Η κυβέρνηση αυτή δεν άφησε αντεργατικό μετρό που να μη το υιοθετήσει. Μέχρι τα υπόλοιπα του δεύτερου μνημονίου έφεραν προς ψήφιση στη Βουλή αποδυναμώνοντας εντελώς τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η κυβέρνηση αυτή είναι που ενθάρρυνε την εργοδοσία να αρνείται σε εργαζόμενους στοιχειώδη δικαιώματα. Το να μιλούν όμως για «μέρισμα ανάπτυξης», και να κρατούν παγωμένους του μισθούς, ενώ η ακρίβεια και τα ενοίκια καλπάζουν, είναι εμπαιγμός για τους εργαζόμενους και μια πρόκληση για τη κοινή λογική.

Στις εξελίξεις των τελευταίων ημερών προστίθεται και η μείωση του ποσοστού του δημοσίου στη ΔΕΗ κάτω από το 51% μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Πως το σχολιάζετε;

Σε μια εποχή που οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων επαναξιολογούνται διεθνώς η Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη αποτελεί εξαίρεση. Η κυβέρνηση εκποιεί ότι είχε διασωθεί, πηγαίνει προς τα πίσω και προβάλει ως μέλλον το παρελθόν. Ειδικά σε ευαίσθητους για την ασφάλεια της κοινωνίας τομείς, όπως είναι το νερό, η ενέργεια και γενικά τα δημόσια αγαθά αναγνωρίζεται πλέον ως κοινός τόπος η ανάγκη ύπαρξης ισχυρών δημοσίων φορέων ως κρίσιμα εργαλεία παρέμβασης και άσκησης πολιτικής. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακολουθεί τον αντίθετο δρόμο μέχρι κάποια μελλοντική κρίση να δείξει του κίνδυνους που συνεπάγεται αυτή η πολιτική.

Μου θυμίζει την απόφαση του κ. Μητσοτάκη για το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων. Πρώτα αποφάσισαν την ημερομηνία διακοπής της λειτουργίας τους και μετά διαπίστωσαν ότι υπάρχει θέμα επάρκειας και ασφάλειας του δικτύου με το οποία δεν είχαν καν ασχοληθεί. Αλλά σε κάθε περίπτωση υπήρχαν πολλοί διαφορετικοί τρόποι για να γίνει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ. Αυτό που θέλω να σημειώσω είναι ότι τόσο στη περίπτωση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς όσο και σε εκείνη της ΔΕΗ οι σχετικές αποφάσεις είχαν ή θα έχουν ως αποτέλεσμα τη πρόκληση σημαντικής ζημιάς του Δημοσίου. Άρα οι αποφάσεις δεν ήταν στενά επιχειρηματικές αλλά πολιτικές. Κατά τη γνώμη μου η εν λόγω ζημιά πρέπει να αποτιμηθεί και να ερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες προέκυψε.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενόψει των πρόωρων εκλογών θέτει το δίλημμα «ή εγώ με αυτοδυναμία ή το χάος». Εσείς απαντάτε με την προοδευτική κυβέρνηση από τις πρώτες εκλογές. Δεν φοβάστε ότι ο κόσμος θέλει σταθερότητα και ότι αυτή του τη δίνει η μονοκομματική κυβέρνηση;

Αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Μόνο που σταθερότητα σε συνθήκες μετασχηματισμού είναι σαν τη σταθερότητα του ποδηλάτη, προϋποθέτει διαρκή κίνηση και αντοχή δηλαδή ανθεκτικότητα με μια έννοια δυναμική. Σε μια εποχή που πρέπει να ενισχύσουμε λοιπόν το δυναμισμό και την ανθεκτικότητα της οικονομίας και της κοινωνίας η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαλύει την κοινωνική συνοχή καθώς εντείνει τις ανισότητες και δημιουργεί κοινωνικά γκέτο με στρατιές αποκλεισμένων.

Οι αποκλεισμένοι από την Ανώτατη Εκπαίδευση, οι αποκλεισμένοι από το τραπεζικό σύστημα, οι αποκλεισμένοι από την πράσινη μετάβαση και το ψηφιακό μετασχηματισμό, οι αποκλεισμένοι από την εργασία με αξιοπρεπείς αμοιβές και πλήρη δικαιώματα, οι αποκλεισμένοι από τη διανομή του πλούτου και τον πολιτισμό, δεν αποτελούν πλέον κάποια περιθωριακά φαινόμενα ή παράπλευρες απώλειες της λειτουργίας των αγορών αλλά συνειδητές κατευθύνσεις και στόχους της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Είναι μια νέα εκδοχή της παλιάς δεξιάς στρατηγικής του «διαίρει και βασίλευε», μια διακυβέρνηση που επιδιώκει τον κατακερματισμό, την κατηγοριοποίηση, την εδραίωση των προνομιούχων και την γκετοποίηση των «απόκληρων». Άρα ο κ. Μητσοτάκης δεν εγγυάται τη σταθερότητα που χρειάζεται η κοινωνία αλλά προετοιμάζει νέες κρίσεις που ήδη επωάζονται μέσα στην κοινωνία. Ανάπτυξη με ανθεκτικότητα και δικαιοσύνη, που είναι η κορυφαία αναγκαιότητα στην εποχή μας προϋποθέτει προοδευτικές αλλαγές που θα αναβαθμίζουν τη θέση και τη ζωή των πολλών και όχι των λίγων. Που θα αναβαθμίζει τη θέση του κόσμου που παράγει και δημιουργεί και όχι μιας μικρής μειοψηφίας που παρασιτεί. Που θα βλέπει το περιβάλλον ως κάτι που πρέπει να προστατεύσουμε και να το παραδώσουμε στις επόμενες γενιές και όχι ως αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης από τα συμφέροντα.

Με ποιους τελικά θα κυβερνήσετε; «Με τον Βαρουφάκη» που λέει ο Μητσοτάκης; Και κυβέρνηση μειοψηφίας μπορεί να υπάρξει;

Το μέλλον και η αξιοπιστία της πολιτικής βρίσκονται στην αναζωογόνηση της δημοκρατίας, των προγραμματικών συγκλίσεων και της συμμετοχής της κοινωνίας και των κινημάτων και όχι στην ευρηματικότητα της πολιτικής επικοινωνίας, στα τεχνάσματα του πολιτικού μάρκετιγκ και στις εντυπωσιακές ατάκες. Εμείς θέτουμε ευθέως το θέμα της προοδευτικής διακυβέρνησης του τόπου και προς την κατεύθυνση αυτή θέτουμε προς διάλογο τις αναγκαίες τομές που έχει ανάγκη η χώρα.
Όποιος αγωνιά για το μέλλον, όποιος θέλει να δοθούν προοδευτικές απαντήσεις στα θέματα της οικονομίας, του κοινωνικού κράτους, της κλιματικής κρίσης, των κοινωνικών δικαιωμάτων, είναι ευπρόσδεκτος σε αυτόν τον διάλογο και στη δημιουργία ενός πλατιού μετώπου προοδευτικής αλλαγής στη χώρα.
Εμείς επιδιώκουμε το προοδευτικό ρεύμα να είναι πλειοψηφικό γιατί ακριβώς πιστεύουμε ότι απαντά στις ανάγκες της πλειοψηφίας της κοινωνίας.

Κάποια ηγετικά σας στελέχη, πάντως, κ. πρόεδρε, μοιάζουν να μην θέλουν άλλους στο κόμμα σας, παρά μόνο σαν ψηφοφόρους. Από πότε αποκτήσατε τόσο γρήγορα τις κακές συνήθειες του παλαιού πολιτικού συστήματος;

Δεν συμφωνώ με αυτή τη διαπίστωση. Είναι ένα κλισέ που επαναλαμβάνεται αλλά δεν έχει σχέση με τη πραγματικότητα. Η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας διαρκής μετασχηματισμός, μια διαρκής διεύρυνση. Ακόμη και τώρα μέσα στις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διπλασίασε τα μέλη του, μεγάλωσε και διευρύνθηκε όχι μόνο σε επίπεδο εκλογικής βάσης αλλά και οργανωτικά με πολλά νέα πρόσωπα που δεν ανήκαν στον παραδοσιακό χώρο της Αριστεράς.

Σίγουρα θα θέλαμε πιο δυναμικούς ρυθμούς και σε ότι αφορά τη διεύρυνση και σε ότι αφορά τη ποιοτική αναβάθμιση της λειτουργίας του όμως δεν είναι σωστό να μηδενίσουμε ό,τι έχει επιτευχθεί, ή να υποτιμούμε τις δυσκολίες. Δεν πρόκειται μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, συνολικά το κομματικό φαινόμενο περνά κρίση αλλά χωρίς κόμματα η δημοκρατία θα γίνει πιο ανίσχυρη και θα παραδοθεί ολοκληρωτικά στα συμφέροντα. Πρέπει να είμαστε κριτικοί προς τα κόμματα αλλά περισσότερο με όσους θέλουν την περιθωριοποίηση ή την εξαφάνιση τους.

Συνέδριο πρέπει να γίνει; Και με ποιο διακύβευμα-πέραν της διαμόρφωσης ηγετικής ομάδας;

Ασφαλώς το συνέδριο έχει καθυστερήσει λόγω των υγειονομικών συνθηκών. Άρα θα γίνει μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν. Στο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν έχουμε ηγετικές ομάδες αλλά καθορισμένα όργανα, με θεσμοθετημένους ρόλους. Αλλά πέρα από την εκλογή των οργάνων ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει δημιουργήσει σημαντική ιστορία, έχει συσσωρεύσει μοναδική εμπειρία που πρέπει να την επεξεργαστεί συλλογικά και να τη μετατρέψει σε μάθημα και σχέδιο δράσης για το μέλλον. Και αυτό αφορά πρωτίστως το θέμα της αριστερής στρατηγικής στην εποχή μας. Δηλαδή την στρατηγική μιας Αριστεράς που πρέπει και θέλει να δρα ως έκφραση των πλειοψηφικών κοινωνικών δυνάμεων αλλά και ως ηγετική δύναμη της κοινωνίας, ικανή να ασκεί κυβερνητικό ρόλο χωρίς να απεμπολεί την αριστερή ριζοσπαστική της ταυτότητα, και μάλιστα στο εσωτερικό μιας νομισματικής ένωσης με τους γνωστούς περιορισμούς και αντιφάσεις.

Πρόκειται για τεράστιες προκλήσεις χωρίς έτοιμες ούτε εύκολες απαντήσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ως το μεγαλύτερο αριστερό κόμμα στην Ευρώπη, έχει χρέος να ανιχνεύσει, να συζητήσει σοβαρά και να απαντήσει τόσο για τον εαυτό του όσο και ως συμβολή στην ευρύτερη ευρωπαϊκή Αριστερά. Το ίδιο ισχύει και στο οργανωτικό επίπεδο όπου κι εδώ τίθενται εξαρχής ερωτήματα που ζητούν νέες απαντήσεις ως προς το ρόλο και τα καθήκοντα των κομμάτων και ειδικά του αριστερού κόμματος στην εποχή μας, σε συνάρτηση τόσο με τα κοινωνικά κινήματα και άλλες μορφές συλλογικής οργάνωσης και έκφρασης της κοινωνίας, όσο και με τις τεράστιας εμβέλειας αλλαγές που συντελούνται στο τρόπο ζωής και εργασίας, στα πολιτισμικά πρότυπα, στο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας.

Αλλά αρκετά πράγματα θα μπορούσαν να γίνονται από τώρα. Για παράδειγμα ο Απολογισμός της δράσης του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οι Προγραμματικές Θέσεις που έχουν εγκριθεί από την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, μπορούν να τροφοδοτήσουν το διάλογο αυτό. Καθώς και περαιτέρω επεξεργασίες και εξειδικεύσεις ενόψει του Συνέδριου, ανεξάρτητα από τον ακριβή χρόνο υλοποίηση του.

Η περίπτωση Κούλογλου, πάντως, δείχνει στον κάθε παρατηρητή πως στελέχη σας είτε δεν έχουν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, είτε δεν θέλουν τηνίκη στις εκλογές…

Δεν υπάρχει λόγος να μένουμε σε θέματα που έχουν κλείσει, ιδίως όταν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία.

Πηγή: ieidiseis.gr