Κρίσιμη η διοχέτευση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία από τις τράπεζες

Στην πρόσφατη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος (Ιούνιος 2021) παρουσιάζονται αναλυτικά οι εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με έμφαση στους κινδύνους και τις προκλήσεις.

Του Θεόδωρου Μητράκου*

Πρώτον, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία συνέχισαν να μειώνονται και το 2020, καταγράφοντας σωρευτική μείωση κατά 60 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδο στο οποίο είχαν φθάσει το Μάρτιο του 2016. Στο τέλος του 2020 το συνολικό απόθεμά τους διαμορφώθηκε σε 47,2 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 31,1% ή 21,3 δισεκ. ευρώ σε σύγκριση με το τέλος του 2019 (68,5 δισεκ. ευρώ). Ωστόσο, η μείωση των κόκκινων δανείων έγινε κυρίως με διαγραφές και πωλήσεις δανείων, συχνά μέσω τιτλοποίησης, δηλ. με τη μεταφορά τους εκτός του ισολογισμού των τραπεζών.

Στις τιτλοποιήσεις δανείων συνέβαλε σημαντικά και η ενεργοποίηση του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Asset Protection Scheme), γνωστού με την ονομασία «Ηρακλής» με τη χορήγηση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου. Παρ’ όλα αυτά, ο λόγος των με εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων παραμένει για τις ελληνικές τράπεζες ο υψηλότερος στη ζώνη του ευρώ (30,1% για την Ελλάδα το Δεκέμβριο του 2020, έναντι 2,6% στην ευρωζώνη).

Δεύτερον, η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών αποτελεί σημαντικό κίνδυνο ο οποίος θα πρέπει μεσοπρόθεσμα να αντιμετωπιστεί. Πράγματι, το Δεκέμβριο του 2020 οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) στους ισολογισμούς των εμπορικών τραπεζών ανέρχονταν σε 15,1 δισεκ. ευρώ ή 53% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους. Ο κίνδυνος αυτός ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την υψηλή διασύνδεση του ελληνικού τραπεζικού τομέα με την κεντρική κυβέρνηση (αναβαλλόμενη φορολογία, εγγυήσεις στο πλαίσιο του σχεδίου Ηρακλής, αγορά ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, δάνεια με εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου κ.ά.), η οποία τα τελευταία τρίμηνα βρίσκεται σε φάση διεύρυνσης.Συνεπώς, η προσπάθεια εξυγίανσης των ισολογισμών των εμπορικών τραπεζών, με βάση τα φιλόδοξα σχέδια που έχουν οι ίδιες ανακοινώσει, είναι αναγκαίο να συνεχιστεί και να εντατικοποιηθεί ακόμα περισσότερο τα επόμενα τρίμηνα. 

Αυξημένη ικανότητα των τραπεζών να αντλούν κεφάλαια

Σύμμαχοι στην προσπάθεια εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών είναι σήμερα τα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ που επηρέασαν πολύ ευνοϊκά τις συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα (άντληση 44,5 δισεκ. ευρώ από το Ευρωσύστημα), η αύξηση των καταθέσεων με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, και κυρίως η προσδοκώμενη δυναμική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα.

Επισημαίνεται επίσης η ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών, με δεδομένη την προσωρινή κεφαλαιακή ελάφρυνσή τους από την πλευρά του επόπτη για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την πανδημία, η οποία ελάφρυνση μάλιστα θα παραμείνει σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022. Επιπλέον, η επιτυχημένη ολοκλήρωση αυξήσεων κεφαλαίου ορισμένων τραπεζών κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών έδειξε την αυξημένη ικανότητα των τραπεζών να αντλούν κεφάλαια από τις αγορές κάτω από τις σημερινές συνθήκες. Συνεπώς, έχουμε μία πολύ ευνοϊκή συγκυρία, την οποία θα πρέπει να εκμεταλλευτούν οι τράπεζες για να θωρακιστούν ακόμα περισσότερο κεφαλαιακά και να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους.

H πιστωτική επέκταση εκ μέρους των τραπεζών κατά τη διάρκεια του 2020 και τους πρώτους μήνες του 2021 κινήθηκε με θετικό πρόσημο όσον αφορά τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τα νοικοκυριά όπου παρατηρείται συρρίκνωση ακόμα και σήμερα. Η πιστωτική επέκταση υποβοηθήθηκε από τη βελτιωμένη ρευστότητα των τραπεζών, λόγω της άντλησης ρευστότητας από το Ευρωσύστημα με ευνοϊκούς όρους, την αύξηση των καταθέσεων, αλλά και από τα διάφορα προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων από την Πολιτεία στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της πανδημίας.

Επωφελούνται μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις 

Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί από όλες τις πλευρές, η παρατηρούμενη αύξηση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης κατευθύνθηκε κυρίως στη χρηματοδότηση μεγάλων και μάλιστα πολύ μεγάλων επιχειρήσεων. Ο ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης των μεγάλου μεγέθους μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων επιταχύνθηκε από το Μάρτιο του 2020.

Πράγματι, οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, κυρίως στους κλάδους της βιομηχανίας, του εμπορίου και του τουρισμού, έσπευσαν να επωφεληθούν κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης από την αυξημένη ρευστότητα του τραπεζικού τομέα και τους ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης. Αντίθετα, η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία παρέμενε αρνητική από τον Ιούνιο του 2017, πέρασε σε θετικό πρόσημο με σχετική καθυστέρηση, από τον Ιούλιο του 2020, και σταδιακά βελτιώθηκε. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος των κρατικών παρεμβάσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας με την παροχή εγγυήσεων για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. 

Με δεδομένες τις συνθήκες αυξημένης ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα, είναι πολύ σημαντικό να διοχετευθεί άμεσα μέρος της διαθέσιμης ρευστότητας, μέσω της τραπεζικής χρηματοδότησης, προς την πραγματική οικονομία. Ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί γρήγορα στα νέα δεδομένα, προκειμένου να ξεπεράσει τις δυσκολίες που έχει και να διασφαλιστεί η ομαλή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας στη μετά την πανδημία περίοδο. Πρέπει να γίνουν σημαντικά βήματα και στην προσπάθεια αυτή.

*Διευθυντής-Σύμβουλος και πρώην Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος