Η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας από τη Ρωσία και το χαμένο πλεονέκτημα του λιγνίτη

 

Η Ελλάδα έχει τον τέταρτο υψηλότερο βαθμό ενεργειακής εξάρτησης από εισαγόμενες πηγές στην ΕΕ, μετά τις δυο νησιωτικές χώρες μέλη (την Κύπρο και τη Μάλτα, πράγμα εντελώς φυσιολογικό λόγω γεωγραφίας) και το δουκάτο του Λουξεμβούργου (αναμενόμενο λόγω του μεγέθους του, αλλά και αδιάφορο λόγω του μακράν υψηλότερου κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ και της τεράστιας συσσώρευσης πλούτου ως παγκόσμιου «αποταμιευτικού» κόμβου, κατά μία εκδοχή και «πλυντηρίου»).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2020 (τα τελευταία πλήρως διαθέσιμα), η Ελλάδα εξαρτά τις ενεργειακές ανάγκες της κατά 81,4% από εισαγόμενα καύσιμα κάθε είδους, έναντι 58% που είναι ο μέσος όρος των 27 της ΕΕ. Το μικρότερο ποσοστό εξάρτησης από εισαγόμενες πηγές ενέργειας έχουν η Ρουμανία (28,2%), κυρίως λόγω αξιοποίησης δικών της κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και ενός πιο ισορροπημένου ενεργειακού μίγματος, και η Σουηδία (33,5%), λόγω υψηλότατου ποσοστού κάλυψης από ανανεώσιμες πηγές (48,6%) και πυρηνική ενέργεια (25,2%).

Τα στοιχεία της Eurostat καλύπτουν το σύνολο των ενεργειακών αναγκών κάθε χώρας, όχι μόνο στην παραγωγή ρεύματος αλλά και στα καύσιμα μεταφοράς. Κι αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι οι τεράστιες διαφοροποιήσεις στον βαθμό εξάρτησης από τη Ρωσία, που πιθανότατα εξηγεί και τις διαφορές στην πολιτική στάση κάθε χώρας απέναντι στο ενδεχόμενο επέκτασης των κυρώσεων και στις εισαγωγές ρωσικού αερίου και πετρελαίου ή στο μείγμα παρεμβάσεων στην ενεργειακή αγορά, που δίχασε τους 27 της ΕΕ στην τελευταία σύνοδο κορυφής.

Η Ελλάδα εξαρτάται κατά 46,5% από ρωσικές πηγές ενέργειας (κατά 39% στο αέριο και 73% στο πετρέλαιο), δηλαδή σε ποσοστά περίπου διπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ. Αντίθετα, οι Ιβηρες έχουν ελαχιστοποιήσει την ενεργειακή εξάρτησή τους από τη Ρωσία: 7,5% για την Ισπανία και μόλις 4,9% την Πορτογαλία είναι αντίστοιχα τα ποσοστά ενέργειας που παράγεται από εισαγωγές ρωσικού αερίου και πετρελαίου. Κι αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ευελιξία που είχαν οι ηγεσίες των δυο χωρών να επιβάλουν την εξαίρεσή τους από τη συλλογική ευρωπαϊκή… απραξία και να προχωρήσουν μόνες τους σε παρέμβαση στην αγορά ενέργειας, με αποσύνδεση της χονδρικής τιμής ρεύματος από την τιμή του φυσικού αερίου. Το επιχείρημα ότι η εξαίρεση τους χορηγήθηκε τάχα λόγω του υψηλού ποσοστού Ανανεώσιμων Πηγών στο ενεργειακό μίγμα τους, όπως ανέφερε η ανακοίνωση της Συνόδου Κορυφής, μάλλον είναι ένα αμήχανο πρόσχημα. Μόλις 16,2% είναι το ποσοστό ενέργειας από ΑΠΕ στην Ισπανία, μια μονάδα πάνω από την Ελλάδα, και άλλη μια κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Κι ένα ακόμη ενδιαφέρον για την ελληνική ενεργειακή αβελτηρία εύρημα: ο λιγνίτης φαίνεται ότι  ήταν μέχρι το 2020 το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας, αφού κάλυπτε σχεδόν το σύνολο των αναγκών της σε στερεά καύσιμα από την εγχώρια παραγωγή. Οι εισαγωγές λιθάνθρακα περιορίζονταν στο 10%, έναντι 35,5% στην ΕΕ. Αυτό το πλεονέκτημα, που στην παρούσα συγκυρία θα ήταν υποστηρικτικό, απεμπολήθηκε με τη βεβιασμένη απολιγνιτοποίηση και την εσπευσμένη απόσυρση από την αξιοποίηση των λιγνιτικών αποθεμάτων.  

 

Πηγή: politicus.gr