«Κίτρινη κάρτα» της Κομισιόν για την ιδιωτική επικούρηση

Tην απειλή, που προκαλεί μακροπρόθεσμα στο δημόσιο χρέος το κόστος μετάβασης από το υφιστάμενο αναδιανεμητικό στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικών συντάξεων, επισημαίνουν οι θεσμοί στην 11η Εκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας που δημοσιοποιήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου. Κι όταν στις οικονομικές εκθέσεις αναφέρεται η έννοια «μακροπρόθεσμη», η παραπομπή αφορά στην επομένη -της τρέχουσας δεκαετίας- περίοδο, δηλαδή στη δεκαετία του ’30 κι όχι σε κάποιο πολύ μακρινό και αόριστο μέλλον, στο οποίο ακόμη και οι συντάκτες της έκθεσης δεν θα μπορούν να δουν αν επιβεβαιώνονται αφού θα έχουν αποδημήσει σε άλλους κόσμους.

Η προειδοποίηση πέρασε στα ψιλά. Σχεδόν αποσιωπήθηκε από τα δημόσια σχόλια, αν και ο τρόπος που έχει αποτυπωθεί δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα σήμα, ένα καμπανάκι, που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει σε μια χώρα που μέσα σε μία πεντηκονταετία έχει βιώσει χρεοκοπίες και μνημόνια.

«Η μεταρρύθμιση του συστήματος επικουρικής σύνταξης υιοθετήθηκε από το Κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο του 2021 και θα τεθεί σε ισχύ το 2022, με περιορισμένο φορολογικό κόστος μεσοπρόθεσμα, αλλά σημαντικό δημοσιονομικό αντίκτυπο μακροπρόθεσμα (sizeable fiscal impact in the long run)» αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης. Και συνεχίζουν: «Το δημοσιονομικό κόστος της μεταρρύθμισης βραχυπρόθεσμα αντικατοπτρίζει την εκτροπή των μελλοντικών εισφορών των νέων εργαζομένων στο νέο Ταμείο για τη συσσώρευση κεφαλαίου. Συνεπώς δημιουργείται ένα κενό εσόδων που θα πρέπει να καλυφθεί από δημόσια κεφάλαια. Αυτό το κόστος αναμένεται να είναι διαχειρίσιμο (0,1-0,2% του ΑΕΠ ετησίως) κατά την επόμενη δεκαετία και μπορεί να καλυφθεί από υπάρχοντα αποθέματα ασφαλείας στον κοινωνικό προϋπολογισμό. Ωστόσο, το κόστος της μεταρρύθμισης αναμένεται να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου και να κορυφωθεί περίπου στο 1% του ΑΕΠ τη δεκαετία του 2070 σε ετήσιους όρους».

Συνεπώς, ακόμη και με τις πιο μετριοπαθείς προβολές για την αύξηση του ΑΕΠ (η μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στις εκθέσεις των πιστωτών είναι 1% αν και την περίοδο 1990-2019 η μέση αύξηση του ΑΕΠ ήταν 1,6%) η ετήσια δημοσιονομική επιβάρυνση θα ανέλθει στο ύψος των 2,5 δισ. ευρώ στο τέλος της περιόδου, επιβεβαιώνοντας και τις επιφυλάξεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και τις εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής για την ανάγκη επιπλέον χρηματοδότησης 78 δισ. ευρώ προκειμένου να λειτουργήσει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα στο οποίο θα ενταχθούν όλοι οι νεοπροσλαμβανόμενοι από την 1.1.2022. Κι αυτό το ποσόν είτε θα πρέπει να το αναζητήσει το Δημόσιο μέσω δανεισμού, αυξάνοντας το χρέος, είτε να το εξοικονομήσει από τη μείωση των συντάξεων για παλαιούς και νέους συνταξιούχους.

Φυσικά με αυτήν την εξέλιξη έχει διαφωνήσει το ΙΟΒΕ ισχυριζόμενο ότι η μετάβαση από το αναδιανεμητικό σύστημα στο κεφαλαιοποιητικό θα εισφέρει στην αύξηση του ΑΕΠ και στην εν γένει αποταμίευση, αν και ουδέποτε επιβεβαιώθηκε αυτός ο θεωρητικός ισχυρισμός στην πραγματική ζωή. Αντιθέτως, όπως υποστηρίζει σε αρθρογραφία του και ο ειδικός επιστήμονας σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, ομότιμος καθηγητής Σάββας Ρομπόλης, εκτός από την επίπτωση του κόστους μετάβασης στα δημοσιονομικά, οι εργαζόμενοι αποταμιεύοντας με το υποχρεωτικό σύστημα θα μειώσουν τις άλλου είδους αποταμιεύσεις που πραγματοποιούσαν από μόνοι του.

Σε κάθε περίπτωση, και υπό το φως και των τελευταίων παρατηρήσεων της Ευρ. Επιτροπής, το ερώτημα παραμένει; Γιατί έπρεπε να θεσμοθετηθεί σύστημα ιδιωτικών συντάξεων με δημόσια και ακριβή στήριξη, όταν δεν έχει διαψευστεί ούτε από τη σημερινή κυβέρνηση ότι μία μέση επικουρική σύνταξη της τάξης των 220 ευρώ τον μήνα, θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί χωρίς να απαιτείται καμία χρηματοδότηση από το κράτος, καθώς και καμία επιβάρυνση της δημοσιονομικής κατάστασης και του δημόσιου χρέους της χώρας μας μέχρι το 2070.