Τραπεζοϋπάλληλοι: εργασιακή κινητικότητα - από τις τράπεζες στις εταιρείες διαχείρισης δανείων

Εργασιακή κινητικότητα εκδηλώνεται στον κλάδο των τραπεζοϋπαλλήλων, καθώς ο εξορθολογισμός των δικτύων που είχαν διογκωθεί κατά την δεκαετία του 2000, σε συνδυασμό με την ψηφιοποίηση των εργασιών αλλά και την ανάπτυξη των εταιρειών διαχείριση δανείων δημιουργούν νέα δεδομένα.

Εκτιμήσεις στελεχών της τραπεζικής αγοράς αναφέρονται σε προβλέψεις ότι οι 2.000 εργαζόμενοι που απασχολούνται σήμερα στην αναπτυσσόμενη αγορά των εταιρειών διαχείρισης κόκκινων δανείων θα φτάσουν τις 5.000 τα επόμενα χρόνια, απορροφώντας αρκετούς από τους τραπεζοϋπαλλήλους που θα μετακινηθούν από τις τράπεζες αξιοποιώντας ανάμεσα σε άλλα και τα προγράμματα εθελούσιας εξόδου τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη.

Ο αριθμός των τραπεζοϋπαλλήλων στα τέλη της περασμένης χρονιάς είχε μειωθεί σε περίπου 40.000, από από περίπου 68.000 που ήταν δέκα χρόνια πριν ακολουθώντας κυρίως τη μείωση των τραπεζών από 21 σε εννέα, εκ των οποίων οι τέσσερις συστημικές συν την Τράπεζα Αττικής ελέγχουν το 98% της αγοράς. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις πέντε μεγαλύτερες τράπεζες το 2008 ήταν περί το 65%. Την ίδια δεκαετία, δάνεια και καταθέσεις από τα επίπεδα των 280 δισ. ευρώ έχουν μειωθεί σε 165 δισ. ευρώ και 140 δισ. ευρώ, αντιστοίχως.

Και ο μετασχηματισμός του τραπεζικού συστήματος συνεχίζεται με ταχείς ρυθμούς. Περίπου 2.000 εργαζόμενοι αναμένεται να φύγουν άμεσα από τα προγράμματα εθελουσίας εξόδου που «τρέχουν» Εθνική Τράπεζα και Eurobank.

Πολλοί από αυτούς εκμεταλλεύονται τα «πακέτα» των προγραμμάτων για να μεταπηδήσουν στην νέα, «παράλληλη» αγορά που στήνεται στον τραπεζικό κλάδο, την αγορά διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων, από εταιρείες που διεκδικούν τα χαρτοφυλάκια των κόκκινων δανείων που πωλούν οι τράπεζες για να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους.

Ο αριθμός των εταιρειών, παρόλο που ενδεχομένως να περιοριστεί σε βάθος χρόνου, είναι ενδεικτικός του ενδιαφέροντος που υπάρχει διεθνώς για τον συγκεκριμένο χώρο και τον όγκο των εργασιών που αναμένεται να πραγματοποιήσει τα επόμενα χρόνια. Το πόσες εταιρείες θα μείνουν τελικά, θα εξαρτηθεί από το ύψος των δανείων που η κάθε μια θα αποκτήσει. Έτσι εκτιμάται ότι στην πορεία θα υπάρξουν συμπράξεις, συγχωνεύσεις και αποχωρήσεις, ώστε να δημιουργηθούν βιώσιμα και αποδοτικά σχήματα.

Τραπεζικά στελέχη χαρακτηρίζουν τις εταιρείες διαχείρισης το πιο αναπτυσσόμενο κομμάτι στον χρηματοπιστωτικό κλάδο. Οι σχεδιαζόμενες μεταφορές «κόκκινων» δανείων εκτός των τραπεζών, τόσο με πώληση χαρτοφυλακίων όσο και με παραχώρηση μόνο της διαχείρισής τους από τις εξειδικευμένες εταιρείες ώστε οι τράπεζες να επικεντρωθούν στις κλασικές τραπεζικές εργασίες της προσέλκυσης καταθέσεων και της χορήγησης δανείων, θα ενισχύσει περαιτέρω τη συγκεκριμένη, νεοσύστατη αγορά.

Αυτό άλλωστε δείχνει και η διεθνής εμπειρία σε χώρες που έχουν προηγηθεί στην διαχείριση προβληματικών δανείων, όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Είναι ενδεικτικό ότι η Ισπανία που είχε τεράστιο όγκο κόκκινων δανείων ύψους 200 δισ. ευρώ το 2013, μέσα σε έξι χρόνια τα μείωσε κατά 55% με τη συνδρομή των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών διαχείρισης. Μάλιστα, η κινητικότητα στην αγορά ήταν τέτοια που στην πορεία υπήρξαν συγχωνεύσεις που δημιούργησαν ακόμη μεγαλύτερα σχήματα. Η ισπανική αγορά είχε εξαρχής τη «συνδρομή» μιας bad bank που επιτάχυνε τις διαδικασίες, αλλά σύμφωνα με αναλυτές, υπάρχει ακόμη δρόμος για τις εταιρείες διαχείρισης και οι προοπτικές ανάπτυξης είναι ευρείες για τα επόμενα χρόνια.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα των προοπτικών και του επενδυτικού ενδιαφέροντος που εξακολουθεί να υπάρχει για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων ακόμα και σε αγορές πολύ πιο ώριμες από την ελληνική, αποτελούν τόσο η πρόσφατη εξαγορά από την Blackstone πλειοψηφικού ποσοστού σε χαρτοφυλάκιο real estate δανείων της Santander και η είσοδος της ιταλικής doBank στην ισπανική αγορά, με τη εξαγορά του 85% της Altamira έναντι 412 εκ. ευρώ.

Στην Ιταλία, μέσω ενός σχεδίου ανάλογου με αυτό που προωθεί το υπουργείο Οικονομικών για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, μόνο το 2018 έγιναν περίπου 30 μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων, ενώ χαρακτηριστικό της ανάπτυξης της εν λόγω αγοράς είναι ότι φέτος οι μεταβιβάσεις εκτός από «κόκκινα» αφορούν και τα αμφίβολης είσπραξης δάνεια, δημιουργώντας έτσι νέο όγκο εργασιών για τις εταιρείες διαχείρισης.

Τα «κόκκινα» δάνεια

Στην Ελλάδα, περί τα 20 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια έχουν «βγει» εκτός τραπεζικών ισολογισμών, ενώ ακόμη 30 δισ. ευρώ θα ακολουθήσουν την ίδια διαδρομή στο πλαίσιο της υλοποίησης των δεσμεύσεων που έχουν οι τράπεζες έναντι των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών με ορίζοντα το 2021. Μάλιστα, μεγάλος όγκος δανείων θα μεταφερθεί εκτός τραπεζών εντός του τρέχοντος έτους, μέσα από συναλλαγές που βρίσκονται σε εξέλιξη.

Επιπλέον τα προγράμματα μείωσης των «κόκκινων» δανείων που προωθούν Υπουργείο Οικονομικών και Τράπεζα της Ελλάδος «πατούν» πάνω σε εταιρείες διαχείρισης. Και τα δύο σχέδια δίνουν τη δυνατότητα στις τράπεζες να μειώσουν άμεσα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε μεγάλη κλίμακα, με την διαχείρισή τους να περνά στις εξειδικευμένες εταιρείες.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι περίπου 2.000 εργαζόμενοι στις εταιρείες διαχείρισης αναμένεται να υπερδιπλασιαστούν, καθώς εκτιμάται ότι θα υπερβούν τους 5.000 τα επόμενα χρόνια. Εύλογα, η πλειονότητα αυτών θα προέρχεται από τον τραπεζικό κλάδο που διαθέτει την κατάλληλη τεχνογνωσία.

Από τη στιγμή μάλιστα που και οι παροχές και τα προνόμια εντός των τραπεζών δεν είναι πλέον αυτές που ήταν στο παρελθόν, το «ταμπού» της ιδιότητας του τραπεζοϋπαλλήλου φαίνεται να υποχωρεί και εργαζόμενοι από κεντρικές υπηρεσίες και το δίκτυο να αναζητούν εργασία εκεί που υπάρχει ζήτηση, δηλαδή κατά κύριο λόγο στις εταιρείες διαχείρισης προβληματικών δανείων.

Η ζήτηση για ανθρώπινο δυναμικό είναι ήδη αυξημένη και οι εργαζόμενοι στις τράπεζες «ζυγίζουν» τα δεδομένα, καθώς οι «νέας γενιάς» εθελούσιες είναι κατά κύριο λόγο στοχευμένα προγράμματα αποχώρησης, που στην ουσία «ωθούν» στην έξοδο τραπεζοϋπαλλήλους από συγκεκριμένους τομείς.

Το γεγονός αυτό συν το ότι «κάθε νέα εθελουσία είναι χειρότερη από την προηγούμενη», όπως λένε στον τραπεζικό κλάδο, προβληματίζουν το προσωπικό με αποτέλεσμα ορισμένοι εξ αυτών που έχουν ακόμη αρκετά χρόνια εργασιακού βίου να κάνουν τη μετάβαση στις εταιρείες διαχείρισης για «να πιάσουν τις καλές θέσεις» και να διαπραγματευθούν εγκαίρως τις αποδοχές τους, σε ένα κλάδο που δεν έχει τους μισθολογικούς περιορισμούς που έχει ο τραπεζικός κλάδος ή τη χορήγηση μπόνους.

Ωστόσο προβληματίζονται όσον αφορά τη διάρκεια «ζωής» των εταιρειών διαχείρισης. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή εμπειρία σε αγορές αντίστοιχες με την ελληνική, οι εταιρείες διαχείρισης έχουν διάρκεια που προσεγγίζει την δεκαετία και είναι τουλάχιστον επτά έτη, διάστημα κατά το οποίο ο αριθμός των εργαζομένων στις τράπεζες θα συμπιεστεί περαιτέρω, οδηγώντας έτσι και αλλιώς εκτός τραπεζών μεγάλο αριθμό εργαζομένων.