Η κατοικία γίνεται άπιαστο όνειρο για τους Έλληνες - Υψηλές τιμές, χαμηλά εισοδήματα και περιορισμένα δάνεια

Όλο και πιο δύσκολη γίνεται η απόκτηση ή ενοικίαση κατοικίας για τα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια, καθιστώντας την πρόσβαση σε στέγη δυσκολότερη από ποτέ.
Σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η κύρια αιτία για τις δυσκολίες των πολιτών στην αγορά κατοικίας είναι η ταχύτερη αύξηση των τιμών πώλησης και ενοικίασης σε σχέση με την αύξηση των εισοδημάτων.
Όπως αναφέρει η συντάκτρια της έκθεσης, Άρτεμις Στρατοπούλου, από το 2018 και εξής παρατηρείται σταθερά ότι οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται ταχύτερα από το διαθέσιμο εισόδημα, με το χάσμα αυτό να διευρύνεται αισθητά κατά τα έτη 2022 και 2023.
Ενδεικτικά, το 2023 η αύξηση των τιμών κατοικιών έφτασε το 13,9%, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε μόλις κατά 9%, διαφορά που μεταφράζεται σε πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, ο δείκτης τιμής προς εισόδημα έφτασε στο 104,8 το 2024, ξεπερνώντας τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 100, γεγονός που καταδεικνύει ότι η ιδιοκατοίκηση καθίσταται όλο και λιγότερο προσιτή.
Σύμφωνα με τον Δείκτη Στεγαστικής Προσιτότητας, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά, με μέσο δείκτη στο 60, όταν χώρες όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία καταγράφουν τιμές άνω του 100 (113, 109 και 140 αντίστοιχα). Αυτό σημαίνει ότι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό δεν διαθέτει το απαιτούμενο εισόδημα για να εξασφαλίσει ενυπόθηκο δάνειο για μία κατοικία μέσης αξίας.
Η εικόνα επιβαρύνεται περαιτέρω από την εκρηκτική αύξηση των ενοικίων, με τις ετήσιες αυξήσεις να ανέρχονται σε 4,8% το 2023 και 5,1% το 2024, σε πραγματικούς όρους.
Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν η εξαγγελία επιστροφής ενός μηνιαίου ενοικίου στους ενοικιαστές, μέτρο που θα εφαρμοστεί από τον Νοέμβριο του 2025.
Επενδυτική υστέρηση και χρηματοδοτικό κενό
Η επενδυτική δραστηριότητα σε οικιστικά ακίνητα, παρότι ανέκαμψε μετά την κρίση και σημείωσε ισχυρές επιδόσεις το 2022 και 2023, κατέγραψε πτώση το 2024, φθάνοντας μόλις στο 0,4% του συνόλου των επενδύσεων. Το ποσοστό αυτό είναι κατά πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (5,8% του ΑΕΠ) και των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών.
Αναφορικά με τη ζήτηση στεγαστικών δανείων, παρατηρήθηκε κάμψη από το τρίτο τρίμηνο του 2022, λόγω των υψηλών επιτοκίων, του πληθωρισμού και των αυξημένων τιμών. Ωστόσο, το τρίτο τρίμηνο του 2023, καταγράφηκε αύξηση αιτήσεων, πιθανότατα εξαιτίας της εφαρμογής του επιδοτούμενου προγράμματος «Σπίτι μου», που ξεκίνησε το δεύτερο τρίμηνο του 2023.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ζήτηση που καταγράφεται στις έρευνες των τραπεζών αφορά μόνο τις αιτήσεις για δάνεια και όχι τα εγκριθέντα ποσά. Η πραγματική εικόνα χρηματοδότησης παραμένει αρνητική, με συνεχείς πτώσεις από το 2022 έως το 2024: -3,7% το 2022, -3,6% το 2023, -2,6% το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η αναστροφή της προσιτότητας και ο ρόλος της «Χρυσής Βίζας»
Το ΚΕΠΕ επισημαίνει ότι η ελληνική αγορά ακινήτων βρίσκεται σε φάση δυναμικής ανάκαμψης, αλλά η ανοδική πορεία των τιμών, τα χαμηλά εισοδήματα και η περιορισμένη δανειοδότηση δημιουργούν έντονα προβλήματα προσιτότητας, ιδιαίτερα για τα νεότερα νοικοκυριά.
Η «Χρυσή Βίζα», δηλαδή το πρόγραμμα χορήγησης αδειών διαμονής σε αλλοδαπούς επενδυτές ακινήτων, φαίνεται να συμβάλλει στην αύξηση των τιμών σε ορισμένες περιοχές, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση των Ελλήνων αγοραστών.
Η αναπροσαρμογή των ελάχιστων ορίων επένδυσης αποτελεί ένα πρώτο βήμα για να περιοριστεί το φαινόμενο, όμως το ΚΕΠΕ προειδοποιεί ότι απαιτούνται περαιτέρω στοχευμένες πολιτικές παρεμβάσεις. Στόχος πρέπει να είναι η ισορροπία ανάμεσα στην ενίσχυση της προσφοράς κατοικιών, τη διασφάλιση της προσιτής στέγης και την ενθάρρυνση υγιών επενδύσεων, με μακροχρόνιο όφελος για την κοινωνία και την οικονομία.