Η συμφωνία Τραμπ – φον ντερ Λάιεν υπό εξέταση: Ευρωπαϊκές ενστάσεις, δασμοί και η πρόκληση των 750 δισ. στην ενέργεια

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες ετοιμάζουν έως την Παρασκευή, 1η Αυγούστου, μια μη δεσμευτική κοινή δήλωση, η οποία θα εξειδικεύει επιμέρους σημεία της εμπορικής συμφωνίας-πλαισίου που ανακοίνωσαν την Κυριακή ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο.
Μόλις ολοκληρωθεί η ανακοίνωση, οι ΗΠΑ θα ξεκινήσουν τη μείωση των δασμών, με έμφαση στα αυτοκίνητα και τα ανταλλακτικά, όπου σήμερα ο δασμός φτάνει το 27,5%.
Κατόπιν, οι δύο πλευρές θα ξεκινήσουν εργασίες για ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο, όπως διευκρίνισε ο ίδιος αξιωματούχος, το οποίο θα απαιτεί ειδική πλειοψηφία κρατών-μελών και πιθανότατα έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ωστόσο, όπως αναγνωρίζει ο αξιωματούχος της ΕΕ, η διαπραγμάτευση μιας δεσμευτικής συμφωνίας ενδέχεται να πάρει πολύ χρόνο, δεδομένου ότι τέτοιου τύπου εμπορικά κείμενα απαιτούν χρόνια επεξεργασίας. Μέχρι να εγκριθεί το τελικό νομικό πλαίσιο, η ΕΕ δεν πρόκειται να εφαρμόσει τις μειώσεις δασμών σε αμερικανικά προϊόντα που προβλέπει η συμφωνία-πλαίσιο.
«Η συμφωνία αφαιρεί ορισμένους κινδύνους αλλά είναι φτωχή σε λεπτομέρειες, που πρέπει να αποσαφηνιστούν εντός των επόμενων εβδομάδων, με κίνδυνο μεταβλητότητας», σχολίασε ο επικεφαλής οικονομολόγος Γερμανίας στην Oxford Economics, σημειώνοντας ότι η αβεβαιότητα θα παραμείνει υψηλή.
Σύμφωνα με τη φον ντερ Λάιεν, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να μηδενίσουν δασμούς σε στρατηγικά προϊόντα, όπως αεροσκάφη, εξαρτήματα, γενόσημα φάρμακα, ημιαγωγούς και γεωργικά αγαθά.
Συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για τη συμπερίληψη ή εξαίρεση των οινοπνευματωδών, ενώ στον τομέα του χάλυβα, όπου ισχύει δασμός 50%, η ΕΕ πιέζει για ποσοστώσεις με μειωμένο δασμολογικό καθεστώς. Ωστόσο, δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία. «Η αβεβαιότητα παραμένει γύρω από τη βιομηχανία χάλυβα», σημείωσε ο γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Χάλυβα.
Αντίστοιχα, ζητήματα προκαλεί η δέσμευση της ΕΕ να αγοράσει αμερικανική ενέργεια ύψους 750 δισ. δολαρίων εντός τριετίας, καθώς το 2024 οι συνολικές εισαγωγές δεν ξεπέρασαν τα 80 δισ. δολάρια. Με βάση αυτά τα δεδομένα, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς η ΕΕ θα πετύχει αυτό τον στόχο, τη στιγμή που το σύνολο των ενεργειακών εξαγωγών των ΗΠΑ ήταν μόλις 330 δισ. δολάρια.
Προβληματισμός υπάρχει και για την υπόσχεση επενδύσεων 600 δισ. δολαρίων από την ΕΕ στις ΗΠΑ. Όπως διευκρίνισε αξιωματούχος, πρόκειται για συνολική εκτίμηση δεσμεύσεων ιδιωτικών ευρωπαϊκών εταιρειών και όχι για θεσμικό στόχο της Κομισιόν, η οποία δεν έχει τη δυνατότητα να δεσμευτεί σε τέτοιο ύψος επένδυσης.
Ολόκληρη αυτή η ασάφεια ενισχύει τις πιέσεις στις οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης. Τον Μάιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε σε υποβάθμιση της εκτίμησης για το ΑΕΠ, προβλέποντας αύξηση 1,1% για το 2025, έναντι 1,5% που εκτιμούσε τον περασμένο Νοέμβριο.
Παρά τις έντονες επικρίσεις από κράτη-μέλη της ΕΕ για την ατελή συμφωνία, η Κομισιόν υπεραμύνεται της επιλογής της. «Ήταν η καλύτερη συμφωνία που μπορούσαμε να πετύχουμε υπό δύσκολες συνθήκες», δήλωσε ο Μάρος Σέφτσοβιτς, Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ.
Με πληροφορίες από Bloomberg